Η μαρξιστική ανάλυση της εργασίας στις καπιταλιστικές κοινωνίες παίρνει ως σημείο αφετηρίας την παραγωγική διαδικασία με τη συγκεκριμένη ιστορική της μορφή, τις κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώνονται στο πλαίσιό της και τις ταξικές αντιθέσεις επί των οποίων η ανάδειξη και αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής βασίζεται. Στο επίκεντρο της ανάλυσης βρίσκεται η αντίληψη της μισθωτής εργασίας ως μίας σχέσης εκμετάλλευσης μεταξύ εργαζομένων, από τη μια πλευρά, που έχουν χάσει τον έλεγχο επί των μέσων συντήρησής τους και πουλούν την εργατική τους δύναμη ως μέσο επιβίωσής τους, και καπιταλιστών που έχουν στη διάθεσή τους τα μέσα παραγωγής, από την άλλη. The Guardian: Amazon must be forced to change, for the sake of its workers Αυτή η συγκεκριμένη ιστορική συνθήκη συμπυκνώνεται στον όρο της τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, και αναφέρεται στον κοινωνικό μηχανισμό που εξασφαλίζει το απαραίτητο πλαίσιο εξαναγκασμού, ώστε η εργατική δύναμη να τίθεται στην υπηρεσία της εξαγωγής κέρδους (Neilson, 2007, σσ. 94-97; Smith, 1994, σσ. 15, 16). Ο κεφαλαιοκρατικός έλεγχος επί των μέσων παραγωγής προσφέρει στις κατόχους τους δύναμη ελέγχου της μορφής της παραγωγικής δραστηριότητας, επιτρέποντας την ιδιοποίηση του παραγόμενου προϊόντος από τον καπιταλιστή καθώς και την εξαγωγή ενός πλεονάσματος σε όρους αξίας μεταξύ της ανταμοιβής της εργασίας και του συνολικού προϊόντος που αυτή παράγει. Ταυτόχρονα από την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής απορρέει και η δύναμη αναδιοργάνωσης της εργασιακής διαδικασίας με άξονα την απόσπαση μεγαλύτερης υπεραξίας, κάτι που στη βάση της εργασιακής θεωρίας της αξίας μπορεί να επιτευχθεί είτε άμεσα, με την παράταση της εργάσιμης μέρας (απόλυτη υπεραξία), είτε έμμεσα, με σταθερή τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας και απόσπαση μεγαλύτερου όγκου υπεραξίας στην ίδια ποσότητα χρόνου. Η τελευταία μέθοδος με τη σειρά της μπορεί είτε να συνεπάγεται εντατικοποίηση της εργασίας ή αύξηση της παραγωγικότητάς της με σταθερό το επίπεδο της αμοιβής των εργαζομένων, είτε να αποτελεί απόρροια της αύξησης της παραγωγικότητας στους τομείς παραγωγής μέσων συντήρησης των εργαζομένων (σχετική υπεραξία), η αξία των οποίων αποτελεί το μέτρο προς το οποίο συγκλίνουν οι μισθοί των τελευταίων σε μία συγκεκριμένη ιστορική περίοδο -και με βάση τα κοινωνικά και ιστορικά κριτήρια καθορισμού ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης που επικρατούν σε έναν κοινωνικό σχηματισμό (Σουήζυ, 2004, σσ. 80-87). Στο πλαίσιο μίας τέτοιας ανάλυσης, ο ρόλος της τεχνολογικής μεταβολής και των αναδιοργανώσεων που αυτή επιφέρει προβάλει ως ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος για τη μορφή και το περιεχόμενο των κοινωνικών σχέσεων που συναρθρώνονται γύρω από την παραγωγική διαδικασία. Η ίδια η τεχνολογική μεταβολή προσεγγίζεται ως ένα κοινωνικό φαινόμενο, υπαγορευόμενο από τις ενδογενείς τάσεις διεύρυνσης της κεφαλαιακής συσσώρευσης μέσω της επανεπένδυσης της αποσπώμενης υπεραξίας και της διαρκούς διόγκωσης της αξίας των μέσων παραγωγής ως κομμάτι των συνολικών επενδύσεων έναντι της αξίας της απασχολούμενης εργατικής δύναμης. Ωστόσο, η εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών προσφέρεται παράλληλα σαν μέσο ταξικού ελέγχου μέσω της αχρήστευσης μέρους της απασχολούμενης εργατικής δύναμης που επιφέρει, συντελώντας στη δημιουργία ενός εφεδρικού βιομηχανικού στρατού με τη μορφή ενός αποθέματος ανέργων που είναι σε θέση να αξιοποιείται ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες συσσώρευσης. Ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός λειτουργεί σαν ένας μηχανισμός συμπίεσης των αμοιβών και συνθηκών εργασίας των υπόλοιπων εργαζομένων, των οποίων η εργασία υποβαθμίζεται και εντατικοποιείται υπό την πίεση της απειλής της ανεργίας, ενώ η εν λόγω εντατικοποίηση σε συνδυασμό με την τεχνολογική μεταβολή μεγεθύνουν ακόμα περισσότερο την υπεραξία που αποσπάται από κάθε μονάδα εργατικής δύναμης, οδηγώντας στην ανεργία ακόμη περισσότερα εργατικά χέρια (Marx, 2009). Η κριτική λοιπόν που ασκείται στη συγκεκριμένη μορφή που παίρνει η εργασία υπό καπιταλιστικές συνθήκες αποτελεί καταρχάς μία κριτική που στρέφεται εναντίον των αντικειμενικών όρων άσκησής της και του συγκεκριμένου κοινωνικού και ιστορικού πλαισίου των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η εργασία περιγράφεται ως αλλοτριωτική, θεωρείται ότι στερεί από τις εργαζόμενες κάθε δυνατότητα αυτόνομης διαμόρφωσής της και αντιπαραβάλλεται με το ζητούμενο της αυτοπραγμάτωσης του ανθρώπου μέσω της δημιουργικής και ελεύθερης από εξωτερικούς καταναγκασμούς εργασίας (Musto, 2010, σσ. 80-82). Το ίδιο το προϊόν της εργασίας γίνεται αντιληπτό από την εργάτρια σαν κάτι εξωτερικό και ξένο, καθώς οι σχετιζόμενες με την παραγωγή και διανομή του εμπορεύματος διαδικασίες, που συνίστανται σε κοινωνικές σχέσεις μεταξύ παραγωγών στην ουσία τους, μεταμφιέζονται σε σχέσεις μεταξύ εμπορευμάτων όπως αυτές εμφανίζονται τελικά στη σφαίρα της ανταλλαγής. Πρόκειται για αλλοτριωτική διαδικασία που συνδέεται στενά με την ανάλυση του φετιχιστικού χαρακτήρα του εμπορεύματος και την έννοια της αξίας ανταλλαγής, ωστόσο η λογική της απόκρυψης του σύνθετου πλέγματος κοινωνικών διεργασιών αλληλεπίδρασης επί των οποίων βασίζεται ο παραγωγικός καταμερισμός και η παραγωγική δραστηριότητα μιας κοινωνίας, μέσω μιας εξωτερικής επιβολής που τελικά παίρνει τη μορφή σχέσεων με και μεταξύ αντικειμένων, βρίσκει εφαρμογή και στην ανάλυση της αποξένωσης της εργαζομένης από την ίδια την εργασιακή διαδικασία. Η κοινωνική αλληλεπίδραση που περιλαμβάνει η εργασιακή διαδικασία, με όλες τις σύνθετες σχέσεις συνεργασίας στην παραγωγή και συλλογικής ανάπτυξης της τεχνικής και των επιστημονικών ανακαλύψεων στο επίπεδο της κοινωνίας συνολικά, παρουσιάζονται ως εξωτερικές δυνάμεις πέρα από τον έλεγχο του εργαζομένου, τις οποίες αδυνατεί να επηρεάσει ή ακόμα και να αντιληφθεί στην ολότητά τους. Ο εξωτερικός καταναγκασμός των αντικειμενικών συνθηκών της παραγωγής οδηγεί τελικά στη θέαση της ίδιας της παραγωγής και των διαδικασιών της σαν κάτι ενσωματωμένο στο κεφάλαιο και στα μέσα παραγωγής με τα οποία η εργαζόμενη έρχεται αντιμέτωπη καθημερινά, σαν ξένες δυνάμεις πέρα και έξω από την ίδια (Musto, 2010, σσ. 95-101). Παρόλο που η κριτική της αλλοτριωμένης εργασίας αναφέρεται σε αναπόσπαστα στοιχεία του καπιταλισμού σαν διακριτό σύστημα παραγωγής, ίσως η εξέταση των σύγχρονων αναδιαρθρώσεων της εργασιακής διαδικασίας να έχει κάποια σημασία για τον εντοπισμό των συγκεκριμένων μορφών που λαμβάνει η εξωτερική επιβολή του περιεχομένου και των σκοπών της εργασίας και των ιδιαίτερων μηχανισμών αποξένωσης στην ιστορική συνθήκη των τελευταίων δεκαετιών. Ο νεοφιλελευθερισμός, το στάδιο του καπιταλισμού που σηματοδοτείται από την οικονομική κρίση των ετών 1974-1982 και το οποίο διανύουμε μέχρι και σήμερα (O' Connor, 2010, σ. 694), έχει επιφέρει ένα σύνολο εργασιακών αναδιατάξεων. Σε γενικές γραμμές, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 στα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κέντρα του «παγκόσμιου Βορρά»1 κυριαρχεί η τάση επέκτασης της εργάσιμης ημέρας και ταυτόχρονης αύξησης της παραγωγικότητας μέσω της εντατικοποίησης της εργασίας (Hermann, 2015, σσ. 174-179). Ενώ λοιπόν η επιμήκυνση του χρόνου εργασίας αποτελεί βασικό μηχανισμό επέκτασης της απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, η ποιότητα της εν λόγω εργασίας και οι συνθήκες υπό τις οποίες ασκείται φαίνεται να έχουν υποβαθμιστεί εξίσου σημαντικά, παρέχοντας ένα πρόσθετο μέσο ενίσχυσης της εκμετάλλευσης στο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο των τελευταίων δεκαετιών. Υιοθετώντας μία αντίληψη του νεοφιλελευθερισμού ως πολύπλευρη οικονομικο-κοινωνική μετάβαση, η οποία στο επίπεδο του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων περιλαμβάνει μία επιθετική αποδυνάμωση της θέσης της εργατικής τάξης σε παγκόσμιο επίπεδο, οι παραπάνω αναδιαρθρώσεις μπορούν να γίνουν αντιληπτές στο πλαίσιο της ευρύτερης διάβρωσης μεγάλου μέρους των παραχωρήσεων που είχαν κληρονομηθεί από τη μεταπολεμική περίοδο με τη μορφή αυξημένων μισθών, μειωμένων ποσοστών ανεργίας και ισχυρών εργατικών ενώσεων (O' Connor, 2010, σσ. 693, 694; Hermann, 2015, σσ. 157-160). Εστιάζοντας στην τάση εντατικοποίησης της εργασίας, η διόγκωση του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού ως αποτέλεσμα των εκρηκτικών ποσοστών ανεργίας στις χώρες του ΟΟΣΑ από τη δεκαετία του ’80 και μετά, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποδοχή υψηλότερων απαιτήσεων παραγωγικότητας και εντεινόμενων συνθηκών εργασίας από την πλευρά των εργαζομένων (O' Connor, 2010, σ. 698). Ωστόσο ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας που τροφοδότησε αυτή την αναδιοργάνωση ήταν η ευρύτερη αναδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας με τη στροφή στο μοντέλο της ορθολογικής παραγωγής (“lean production”). Το μοντέλο αυτό, που τείνει να επικρατεί όλο και περισσότερο, χαρακτηρίζεται, σε έντονη αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο του Φορντισμού, από εξαιρετική ευελιξία παραγωγικών μεθόδων και ειδικεύσεων με τη βοήθεια αντίστοιχα ευέλικτων τεχνολογιών παραγωγής, γρήγορη εναλλαγή μεταξύ διαφορετικών παραγωγικών διαδικασιών ως απάντηση σε αλλαγές στη ζήτηση προϊόντων και συστημάτων “just-in-time” διανομής τα οποία συντονίζονται μέσω πυκνών άτυπων και τυπικών δικτύων μεταξύ προμηθευτριών, συναρμολογητών και διανομέων. Η έμφαση στην ευελιξία και τον εξορθολογισμό της παραγωγής συνοδεύεται από την επιταγή μείωσης του κόστους παραγωγής στο απολύτως απαραίτητο μέτρο (“lean production”), με τη μείωση των αποθεμάτων στο ελάχιστο και τον περιορισμό των δυσκαμψιών που η κάθετη ολοκλήρωση και οι περίπλοκες εσωτερικές ιεραρχίες των φορντικών συστημάτων παραγωγής συνεπάγονταν. Αφενός, το διαφοροποιημένο αυτό περιβάλλον έχει δημιουργήσει μία νέα εργασιακή πραγματικότητα με εντατικούς ρυθμούς εργασίας, ελαχιστοποίηση των διαλειμμάτων και των κενών διαστημάτων, και εξαιρετικά υψηλούς στόχους παραγωγικότητας. Αφετέρου, ο εξορθολογισμός αυτός της παραγωγής έχει εισάγει τις δικές του διακριτές μεθόδους ελέγχου και επιτήρησης της εργασίας, με καινοτομίες όπως η οργάνωση της εργασιακής διαδικασίας σε ομάδες με κοινό διαμοιρασμό ευθύνης και άρα τη δημιουργία μηχανισμών άσκησης πίεσης και αυτοπειθάρχησης μεταξύ των μελών της ομάδας, κάτι που επίσης συντελεί με επιτυχία στην όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζομένων (O' Connor, 2010, σ. 702; Smith, 1994, σσ. 7-22). Τέλος, η διευρυμένη χρήση μικροηλεκτρονικών και βιομετρικών τεχνολογιών αποτελεί ένα βασικό μέσο ελέγχου της παραγωγικότητας της εργασίας, επιτρέποντας την επιβολή στόχων με συγκεκριμένα χρονικά όρια, την επιτήρηση της επίτευξής τους και την επίβλεψη του ρυθμού και της έντασης της εργασίας γενικότερα. Μάλιστα, έχει ακόμη προβληθεί το επιχείρημα ότι η εντατικοποίηση της εργασίας υπήρξε ο βασικός παράγοντας απώλειας θέσεων εργασίας στον κλάδο της βιομηχανικής παραγωγής στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο του συστήματος ορθολογικής παραγωγής, ενώ η τεχνολογία πολύ περισσότερο από την άμεση υποκατάσταση της εργασίας συνέβαλε στην απώλεια θέσεων εργασίας μέσω της εντατικοποίησης που επέφερε η εισαγωγή τεχνολογιών επιτήρησης σε μεγάλη κλίμακα (Moody, 2018). Η συζήτηση αυτή είναι εξαιρετικά επίκαιρη για την ελληνική πραγματικότητα. Το πλαίσιο άσκησης της εργασίας που συντίθεται τη μεταμνημονιακή περίοδο είναι ένα πλαίσιο εξαιρετικής ευελιξίας και απορρύθμισης του χρόνου και των όρων εργασίας, αποδιάρθρωσης της ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων στη βάση συλλογικών συμβάσεων, όξυνσης της ανεργίας και της άτυπης εργασίας (Κουζής, 2016). Ακολουθώντας τη μαρξιστική ανάλυση, η διόγκωση των μαζών ανθρώπων που είτε αποκλείονται από τη μισθωτή εργασία είτε μπαινοβγαίνουν σε επισφαλείς μορφές εργασιακών σχέσεων παραμένοντας διαθέσιμοι ανάλογα με τις ανάγκες κερδοφόρας αξιοποίησής τους συντελεί στη συνολική εντατικοποίηση της εργασίας. Το ότι αυτό δημιουργεί συνθήκες κερδοφορίας ιδιαίτερα ευνοϊκές καταδεικνύεται από την περίπτωση του κλάδου της μεταποιητικής βιομηχανίας από το 2010 έως το 2016, διάστημα κατά το οποίο τα περιθώρια κέρδους εκτοξεύθηκαν την ίδια στιγμή που η παραγωγικότητα σημείωσε σημαντική άνοδο, και αυτό στη βάση ενός σχεδόν στάσιμου επιπέδου παραγωγής, το οποίο όμως πλέον επιτυγχανόταν από ένα συρρικνωμένο εργατικό δυναμικό στη συνέχεια των εκτεταμένων απολύσεων που πραγματοποιήθηκαν την ίδια χρονική περίοδο (Ιωακείμογλου, 2018). Η αύξηση της έντασης της εργασίας αποτελεί μία τάση γενικεύσιμη για ένα σύνολο κλάδων της ελληνικής οικονομίας: φυσικά και πνευματικά εξουθενωτική εργασία με ελάχιστα διαλείμματα στον κλάδο των μεταφορών· επικίνδυνες συνθήκες εργασίας σε συνδυασμό με υψηλό βαθμό πίεσης και κατακερματισμό του καθεστώτος εργασίας, λόγω της δραστηριοποίησης πληθώρας εργολαβικών εταιρειών, στους κλάδους του μετάλλου και των κατασκευών· ελαχιστοποίηση κάθε κόστους σχετικού με τη βελτίωση του περιβάλλοντος, της σωματικής καταπόνησης και της υγιεινής της εργασίας στον τομέα της ψυχαγωγίας και του τουρισμού, με παράλληλα υψηλά επίπεδα έντασης λόγω της εποχικότητας του κλάδου· τεράστιος φόρτος εργασίας και ανταγωνιστικό και πιεστικό κλίμα στους κλάδους του εμπορίου και των υπηρεσιών (Δημουλάς, Κόλλιας, Μπάγκαβος, & Τζανετάκη, 2015, σσ. 58-84). Η μαρξιστική κριτική της αλλοτριωμένης εργασίας έρχεται έτσι να σχηματοποιηθεί στο πλαίσιο των συγκεκριμένων ιστορικών μορφών και αναδιαρθρώσεων της εργασιακής διαδικασίας, αποκτώντας ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο μέσα από τα βιώματα της πλήρους απώλειας ελέγχου επί του ρυθμού και της έντασης της εργασίας, της αντιμετώπισης ενός αποπνικτικού όγκου εξωτερικά επιβεβλημένων απαιτήσεων παραγωγικότητας και της αποξένωσης από τους συναδέλφους μέσα σε ένα περιβάλλον εντεινόμενου ανταγωνισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, το επικείμενο εργασιακό νομοσχέδιο δεν έρχεται να ωθήσει την αντοχή μας στα φυσικά και πνευματικά της όρια μόνο μέσω της ακόμα μεγαλύτερης παράτασης της εργάσιμης ημέρας. Έρχεται παράλληλα να πολλαπλασιάσει το χρόνο που καθημερινά ξοδεύουμε σε υποβαθμισμένη, ασφυκτικά διαμορφωμένη και εξαντλητικά ετεροκαθορισμένη εργασία. 1. Ο όρος παγκόσμιος Βορράς χρησιμοποιείται συχνά για την αναφορά στις ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες, σε αντιδιαστολή με τον Παγκόσμιο νότο που περιλαμβάνει τις αναπτυσσόμενες και λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες. Hermann, C. (2015). Neoliberalism and the surge in wotk hours. Στο C. Hermann, Capitalism and the Political Economy of Work Time (σσ. 157-183). Milton Park, Abingdon, Oxon: Routledge.
Marx, K. (2009). Ο γενικός νόμος της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Βιομηχανικός εφεδρικός στρατός. Στο Α. Βλάχου (Επιμ.), Πολιτική Οικονομία του Καπιταλισμού (σσ. 292-306). Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική. Moody, K. (2018). High Tech, Low Growth: Robots and the Future of Work. Historical Materialism 26(4), 3-34. Musto, M. (2010). Revisiting Marx's Concept of Alienation. Socialism and Democracy 24(3), 79-101. Neilson, D. (2007). Formal and real subordination and the contemporary proletariat: Re-coupling Marxist class theory and labour-process analysis. Capital & Class 31(1), 89-123. O' Connor, J. (2010). Marxism and the Three Movements of Neoliberalism. Critical Sociology 36(5), 691-715. Smith, T. (1994). Lean Production: A Capitalist Utopia? International Institute for Research and Education, Notebooks for Study and Research, no. 23. Δημουλάς, Κ., Κόλλιας, Γ., Μπάγκαβος, Χ., & Τζανετάκη, Θ. (2015). Εργασία και προβλήματα υγείας στην Ελλάδα. Αθήνα: ΙΝΕ ΓΣΕΕ. Ιωακείμογλου, Η. (2018). Κόστος εργασίας και περιθώρια κέρδους στα χρόνια των μνημονίων. ΙΝΕ ΓΣΕΕ Κείμενα Πολιτικής (Policy Briefs) / 15. Κουζής, Γ. (2016). Η Κρίση και τα Μνημόνια Ισοπεδώνουν την Εργασία. Κοινωνική Πολιτική 6, 7-20. Σουήζυ, Π. (2004). Η θεωρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αρχές της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας. Αθήνα: Gutenberg. https://www.theguardian.com/commentisfree/2018/jul/20/amazon-workers-employees-unions-regulations Δείτε επίσης το Marx: Alienation, commodity fetishism and the world of contemporary social work
0 Comments
Your comment will be posted after it is approved.
Leave a Reply. |
Ένα από τα παράπονα των φοιτητριών οικονομικών σχολών είναι η έλλειψη υλικού στα Ελληνικά. Έτσι, αποφασίσαμε να μεταφράζουμε κατά καιρούς κείμενα που μας φαίνονται ενδιαφέρονται ή χρήσιμα. Archives
May 2021
Categories |