Από τη διαμόρφωση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής η κοινωνική διαπάλη περιστρέφεται γύρω από τον εργάσιμο χρόνο και το επίπεδο του, το οποίο δεν πληρώνεται ολόκληρο. Ο Μαρξ αντιλαμβάνεται την υπερεργασία, δηλαδή το μέρος της εργασίας που δεν πληρώνεται, ως το βασικό στοιχείο αναπαραγωγής του μισθωτού συστήματος. Από την εμφάνιση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής η αντιπαράθεση αυτή συμπυκνώνεται στην ανάγκη, από τη μία να μειωθούν οι εργάσιμες ώρες των εργαζομένων με μεγαλύτερες αμοιβές και από την άλλη οι εργάσιμες ώρες να αυξηθούν, με παράλληλη μείωση των αμοιβών εάν αυτό είναι εφικτό. Η εργοδοσία στη συγκεκριμένη διαμάχη έχει το πλεονέκτημα, καθώς κατέχει τα μέσα παραγωγής. Ως εκ τούτου, όταν θεσπίστηκαν χρονικά όρια για την καθημερινή και την εβδομαδιαία εργασία, η υπερωρία ήταν και είναι ένα καθημερινό φαινόμενο. Για αυτό το λόγο, είναι σημαντικό να τονιστεί στη δημόσια συζήτηση, πως ειδικά στην κρισιακή κατάσταση που βρίσκεται η ελληνική οικονομία τις τελευταίες δεκαετίες, αυτή η διαπάλη έχει πλέον γίνει πιο επίκαιρη από ποτέ. Στην αγορά εργασίας κυριαρχεί ένας συνδυασμός υψηλής ανεργίας και ακραία ελαστικών εργασιακών σχέσεων (συμπεριλαμβανομένης της εργασίας πάνω από το θεσμοθετημένο όριο των 8 ωρών εργασίας). Για να αντιληφθούμε πιο ουσιαστικά την όλη λογική της ελαστικοποίησης του εργάσιμου χρόνου, πρέπει να έχουμε στο νου μας βασικούς μεθοδολογικούς ορισμούς. Ως χρόνος εργασίας, ορίζεται η χρονική διάρκεια κατά την οποία ο εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος να θέτει καθημερινά ή και εντός μεγαλύτερης χρονικής περιόδου (εβδομάδα, μήνας), την εργασία του στη διάθεση του εργοδότη. Πρόκειται, δηλαδή, για αυτό που αποκαλείται ωράριο εργασίας και συνήθως ορίζεται χρονικά ως ημερήσιο ή εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας. Το επιτρεπόμενο ωράριο εργασίας καθορίζεται από τον νόμο και αποτελεί την ανώτατη επιτρεπόμενη χρονική διάρκεια απασχόλησης του εργαζόμενου. Το σημερινό νόμιμο ωράριο είναι οκτώ ώρες την ημέρα και σαράντα ώρες την εβδομάδα. Η κατάργηση του οκταώρου, επομένως, δεν ξεκινάει από τις εξαγγελίες του Υπουργείου Εργασίας για θεσμοθέτηση απλήρωτων υπερωριών που θα υπερβαίνουν τον συνηθισμένο χρόνο εργασίας. Απεναντίας, είναι ένα υπαρκτό φαινόμενο πολλών δεκαετιών και εμπνευσμένο από το πρώτο στάδιο του καπιταλισμού, όπου ο ανταγωνισμός ήταν τέτοιος που οι εργοδότες με τη μορφή της απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, δηλαδή την αύξηση του απλήρωτου τμήματος της εργασίας, έκαναν προσπάθεια να επωφελυθούν έναντι των αντίπαλων κεφαλαίων. Η λεγόμενη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας», που τα αστικά επιτελεία ονειρεύονται, δεν είναι τίποτα άλλο στο σήμερα από την πλήρη απορρύθμιση του και την επιστροφή της αγοράς εργασίας σε ένα σύγχρονο «εργασιακό μεσαίωνα». Η νέα αυτή κατάσταση αποτυπώνεται σε συγκεκριμένα φαινόμενα που αποτελούν συνήθεια στην αγορά εργασίας, ειδικά την ελληνική. Το ελαστικό ωράριο, η απελευθέρωση του ωραρίου των καταστημάτων και το άνοιγμά τους τις Κυριακές, είναι κάποια παραδείγματα που αποτυπώνουν αυτή την τάση για παράταση του εργάσιμου χρόνου στην Ελλάδα. Κύριος πυλώνας υλοποίησης αυτής της πολιτικής είναι η υπερωριακή, υπερεντατικοποιημένη εργασία, που για πολλούς εργαζόμενους αποτελεί καθημερινότητα υπό τον φόβο της απόλυσης, ειδικά όταν ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ κεφαλαίου (με τη πλήρη στήριξη των συμφερόντων του από το κράτος) και εργασίας «γέρνει» σημαντικά προς την πρώτη πλευρά. Σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, είναι χαρακτηριστικό πως το β’ τρίμηνο του 2019, το 73% του συνόλου των εργαζόμενων εργαζόταν υπερωριακά (ειδικά σε στρατηγικούς κλάδους για την ελληνική οικονομία, όπως η μεταποίηση, η εστίαση και το εμπόριο), δηλαδή παραπάνω ώρες από τον επιτρεπτό χρόνο εργασίας (Γράφημα 1), ποσοστό βέβαια που έχει μειωθεί λόγω της πανδημίας και των ανατροπών που αυτή επέφερε. Ένα γεγονός που μόνο προσωρινό δεν είναι, καθώς η υπερωριακή υπερεντατικοποιημένη εργασία θα ενταθεί όσο η υγειονομική κρίση χτυπά την οικονομία και μετατρέπεται σε οικονομική. Γράφημα 1: Ποσοστιαία κατανομή απασχόλησης βάσει του χρόνου απασχόλησης και ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας. Πηγή: ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, 2020. Προφανώς, η υπερωριακή εργασία δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο ή τουλάχιστον δεν αφορά μόνο χώρες μεσαίου εισοδήματος, αλλά ενυπάρχει σε σημαντικότατο βαθμό και στον αναπτυγμένο καπιταλισμό, όπως αναδεικνύει και μελέτη του ILO. Διαπιστώνεται ακόμα ότι το επίπεδο της υπερωριακής εργασίας θα ενταθεί, καθώς στο επόμενο διάστημα αναμένεται να γίνουν πιο αισθητές στην οικονομία οι επιπτώσεις της πανδημίας. Ταυτόχρονα, ακόμα και αναλύσεις από ευρωπαϊκά επιτελεία (π.χ. Eurofound, 2017), αναγνωρίζουν πως η τηλεργασία φέρνει ως κύρια αρνητική επίδραση την αύξηση των υπερωριών και γενικά του εργάσιμου χρόνου. Ακόμα και η Eurofound παραδέχεται πως, παρά τα θετικά της τηλεργασίας (17% του συνολικού εργατικού δυναμικού της ΕΕ, κυρίως στην Βόρεια Ευρώπη και λιγότερο στην νοτιοδυτική Ευρώπη), όπως είναι η διευκόλυνση της οργάνωσης της προσωπικής εργασίας, η αποτελεσματικότητα και η παραγωγικότητα της εργασίας, η τελευταία έχει διευκολύνει την ένταση της εργασίας, καθώς και την αύξηση των εργάσιμων ωρών. Είναι δεδομένο πως η ανάπτυξη της τηλεργασίας, ειδικά σε συνθήκες πανδημίας, έχει επιταχύνει την ελαστικοποίηση των εργασιακών ωραρίων και τη πολυδιάσπαση μεταξύ των εργαζομένων, εμποδίζοντας τους από τη συλλογική διεκδίκηση δικαιωμάτων. Η ευέλικτη οργάνωση του εργάσιμου χρόνου στο καθεστώς της τηλεργασίας, δεν σημαίνει απαραίτητα πως ισχύει για όσους και όσες εργάζονται στο μέρος που επιθυμούν. Αντίθετα, οι εργασίες που χρειάζονται να διεκπεραιωθούν, δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθούν εντός εργάσιμου ωραρίου (Γράφημα 2) ή μπορεί να μην εξαρτάται απαραίτητα και από τους ίδιους το ψηφιακό ωράριο εργασίας. Ταυτόχρονα, η «εργασία στο σπίτι» είναι ένας πολύ εύκολος τρόπος οι εργοδότες να εκμεταλλευτούν υπερωριακά τους εργαζόμενους, καθώς οι πρώτοι δεν κινδυνεύουν από οποιαδήποτε επιθεώρηση εργασίας, ούτε υπάρχει κάποιο θεσμοθετημένο «δίχτυ προστασίας» για τους εργαζόμενους εξ΄ αποστάσεως. Γράφημα 2: Ποσοστό εργαζομένων που δήλωσαν ότι χρειάστηκε να εργαστούν στον ελεύθερο χρόνο τους για να αντεπεξέλθουν στις εργασιακές απαιτήσεις. Πηγή: Eurofound, 2017. Η Eurofound, παράλληλα, αναδεικνύει πως δεν ισχύει ακριβώς το ίδιο καθεστώς υπερωριακής εργασίας για τις γυναίκες. Οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη ροπή προς τη μερική απασχόληση, λόγω της έμφυλης διάκρισης που γίνεται σε βάρος τους, οπότε και η υπερωριακή εργασία ισχύει σε πολύ μικρότερο ποσοστό για αυτές. Εν κατακλείδι, η de facto κατάργηση του οκταώρου, και μάλιστα σε βάρος της αμοιβής του εργαζομένου και σε όφελος της περαιτέρω ελαστικοποίησης του χρόνου εργασίας, θα αποτελέσει σοβαρό στοιχείο κοινωνικής οπισθοδρόμησης. Μια τέτοια παρέμβαση θα καταργήσει θεμελιακά εργασιακά δικαιώματα και θα χειροτερεύσει τις εργασιακές συνθήκες και την ποιότητα ζωής των εργαζομένων. Η ύπαρξη ενός καθεστώτος «8 ωρών δουλειάς, 8 ωρών ανάπαυσης, 8 ωρών ελεύθερου χρόνου» αποτελεί ιστορική κατάκτηση για την παγκόσμια εργατική τάξη και η ακύρωση του και νομοθετικά από το κράτος αποτελεί ιστορική πρόκληση για την πρώτη. Αναφορές:
0 Comments
Your comment will be posted after it is approved.
Leave a Reply. |
Ένα από τα παράπονα των φοιτητριών οικονομικών σχολών είναι η έλλειψη υλικού στα Ελληνικά. Έτσι, αποφασίσαμε να μεταφράζουμε κατά καιρούς κείμενα που μας φαίνονται ενδιαφέρονται ή χρήσιμα. Archives
May 2021
Categories |