Οι εμμονές της μεγέθυνσης Ένα από τα πιο κεντρικά αξιώματα της σύγχρονης οικονομικής σκέψης είναι η τάση προς τη μεγέθυνση. Αξίωμα το οποίο είναι τόσο πυρηνικό στα νεοκλασσικά (και άλλα) οικονομικά ρεύματα που, συνήθως, δεν υπάρχει καν η ανάγκη να γίνεται ρητό. Κανένα εγχειρίδιο οικονομικής σκέψης δεν γράφει κάπου ότι λαμβάνεται η υπόθεση πως η μεγέθυνση του προϊόντος οδηγεί σε ευημερία. Ακόμα σπανιότερα βρίσκει κάποιος να υποστηρίζεται και να εξηγείται αυτή η υπόθεση. Επί της κριτικής σ’ αυτή την υπόθεση και την άρση της εμμονής με τη μεγέθυνση γεννιέται το ετερόδοξο ρεύμα της οικολογικής οικονομικής (Ecological Economics) (Schumacher, 1980; Spash, 2020). Περιγραφή Εικόνας: Ενα λουλούδι που ανθίζει αντί ενός που ψηλώνει. Για μια ριζικά διαφορετική αντίληψη της μεγέθυνσης. Ιδεολογία, επιστήμη και πολιτική είναι στην πραγματικότητα ένα αξεδιάλυτο κουβάρι. Παρά το ότι η κυρίαρχη οικονομική σκέψη αυτοπροβάλλεται ως «αντικειμενική» και ουδέτερη δεν είναι ελεύθερη ιδεολογικών αξιωμάτων (Ζουμπουλάκης, 2008). Με ιδιαίτερη χαρά οι καθηγητές μας απορρίπτουν το νόμο της εξαθλίωσης του προλεταριάτου του Μαρξ στις διαλέξεις τους, κάνοντας συγκρίσεις του ιστορικού μέσου υλικού πλούτου. Σε τελική ανάλυση θα μπορούσαμε να πούμε πως εκεί έγκειται ένας από του σημαντικότερους πολιτικοοικονομικούς λόγους της εμμονής στη μεγέθυνση, όπως θα προκύπτει και στην επόμενη παράγραφο. Επί του ίδιου θέματος, στα οικονομικά εγχειρίδια μπορεί να βρει κάποιος επηρμένες και τραγελαφικές αναφορές στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, σε ένα σημείο όπου οι συγγραφείς του αναφέρονται στην τρομερή ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης (Rosen et al., 2009, p. 114). Πέραν των εσωτερικών δυναμικών του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος (οι νόμοι κίνησης του Κεφαλαίου) που πιέζουν προς την οικονομική μεγέθυνση (Marx, 2013), η τελευταία έχει ιδιαίτερη σημασία για την κοινωνική σταθερότητα. Εν ολίγοις, όσο η πίτα της οικονομίας μεγαλώνει όλοι είναι χαρούμενοι, και τα προβλήματα μπορούν να κρυφτούν κάτω από το χαλί. Όλοι φαίνεται να είναι σε ελαφρώς καλύτερη θέση, συνεπώς ζητήματα όπως η οικονομική εκμετάλλευση και ανισότητα προσπερνώνται. Τρανή απόδειξη για τη σημασία της μεγέθυνσης στην πολιτικοοικονομική διαχείριση είναι πως η στασιμότητα των προηγούμενων δεκαετιών έφερε ξανά στην επιφάνεια προβλήματα που υποτίθεται είχαν λυθεί, με προεξέχοντα αυτά της ανισότητας και της πολιτικής συνοχής (Milanović, 2019; Piketty, 2014). Η μεγέθυνση, συνεπώς, θεωρείται το φάρμακο δια πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. Αυτές τις ιδεολογικές εμμονές των κυρίαρχων οικονομικών πηγαίνει στα άκρα η λογική του οικομοντερνισμού, ένα ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα το οποίο φαίνεται να επηρεάζει πολύ τόσο τους συμβατικούς οικονομολόγους όσο και την οικονομική πολιτική και το δημόσιο λόγο στα μέσα ενημέρωσης. Εν τάχει, ο οικομοντερνισμός (ή μετα-περιβαλλοντισμός) ισχυρίζεται πως η μεγέθυνση και η τεχνολογική εξέλιξη μπορούν να λύσουν τα προβλήματα στα οποία προσκρούει η ανθρωπότητα λόγω της ίδιας διαδικασίας (Kallis & Bliss, 2019). Με βάση αυτή τη λογική, εάν ο Ιανός της οικονομικής μεγέθυνσης/τεχνολογικής ανάπτυξης δημιουργεί (αρχικά) το ζήτημα της οικολογικής μόλυνσης σε μια δεύτερη φάση (κάπου στο μέλλον;) μπορεί να το λύσει.[1] Έτσι, το ζήτημα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης θα λυθεί αν η οικονομία αναπτυχθεί περισσότερο ή πιο γρήγορα[2]. Τελικά αυτό το αφήγημα δίνει άφεση αμαρτιών στην καπιταλιστική μεγέθυνση για τα περιβαλλοντικά προβλήματα που δημιουργεί, όπως και άλλα ζητήματα ανισόμετρης ανάπτυξης και ανισορροπιών. Ο οικομοντερνισμός ακολουθεί στα άκρα τις ιδεολογικές πεποιθήσεις της αστικής κοινωνίας, σε αντίφαση με την ίδια την πραγματικότητα στην Ανθρωπόκαινο όπου ο άνθρωπος γίνεται (καταστροφική) γεωλογική δύναμη[3]. Μια αστική τάξη η οποία αρέσκεται να βλέπει τον εαυτό της ως τον σωτήρα που έβγαλε την ανθρωπότητα από τη μιζέρια της φτώχειας και της άγνοιας, ο μοντέρνος Προμηθέας που ήλεγξε και δάμασε τις δυνάμεις της φύσης (Μπιτσάκης, 2017). Όμως όπως κάθε τι που «ελέγχεται» έτσι και η φύση έχει την τάση να ξεγλιστρά από τον κυρίαρχό της. Αντίστοιχα, η όποια οικονομική πρόοδος συντελέστηκε πάντα σε βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας και της οικολογικής ισορροπίας (Μπιτσάκης, 2017). Διαφαίνεται ότι η μεγέθυνση αποτελεί βασική πηγή της οικολογικής υποβάθμισης· η τεχνολογία δεν ανυψώνει μόνο τον άνθρωπο αλλά συνάμα του επιβάλλεται και τον καθηλώνει.[4] Απέναντι στα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας, όπως οι τεράστιες ανισότητες, το έλλειμμα δημοκρατίας και η οικολογική υποβάθμιση, η λύση δεν μπορεί να είναι η μεγέθυνση και η συνεχής (αειφόρος) αναπτυξιακή λογική, ούτε και το κυνήγι παραγωγικότητας που αυτές επιβάλλουν, αλλά η αξιοβίωτη ανάπτυξη που σέβεται τους ανθρώπινους ρυθμούς.[5] Μια τέτοια απάντηση επιχειρεί να αρθρώσει η απομεγέθυνση. Η απομεγέθυνση και το πρόταγμα μείωσης του χρόνου εργασίας
που θα μειώσει την ευημερία, ούτε συνεπάγεται χαμηλότερους μισθούς - όπως θα ισχυριζόταν/υποστήριζε ένας σύγχρονος τεχνοκράτης, ένας υπουργός, ή πιθανώς ένας καθηγητής οικονομικών. Αντιθέτως, είναι ένα κάλεσμα για αναδιανομή (Kallis, 2013).
Μια αντίστοιχη συζήτηση, ως προς το μέλλον της εργασίας, είχε ξεκινήσει στα τέλη του 20ου αιώνα στις κοινωνίες της αφθονίας και της υψηλής παραγωγικότητας (Rifkin, 1996). Το ερώτημα στην αλλαγή του αιώνα περιστρεφόταν γύρω από την αυξημένη παραγωγικότητα και τη διαχρονική ανεργία, ένα παράδοξο της εποχής μας. Μήπως με τα ρομπότ έχει έρθει το τέλος της Εργασίας; Μήπως οι ώρες εργασίας θα μειώνονταν δραματικά σε αυτό το πλαίσιο; Σήμερα, μερικές δεκαετίες αργότερα, αυτές οι συζητήσεις δεν έχουν κοπάσει και το όραμα μιας κοινωνίας της αφθονίας παραμένει, και παρά τις νέες εξελίξεις διατηρεί ένα κοινό πυρήνα (Mason, 2016). Για να μπορέσει να γίνει κατανοητή η λογική της απομεγέθυνσης έστω σε ένα βασικό επίπεδο, πρέπει να ορίσουμε την εργασία κάπως πιο ολιστικά (Nierling, 2012)· να ξεφύγουμε από τη συνήθη ταύτιση δουλειάς και εργασίας. Για τους σκοπούς αυτού του κειμένου, υιοθετούμε τον ορισμό της εργασίας όπως τον βρίσκουμε στον Μαρξ, ως τον επί σκοπώ μεταβολισμό της ύλης (Burkett, 2014). Ένας τέτοιος ορισμός μας επιτρέπει να επικοινωνήσουμε με αυτές τις ιδιαίτερες αναζητήσεις, αφήνοντας πίσω μας τα στενά εννοιολογικά πλαίσια της νεοκλασικής οικονομικής, που θεωρεί πως η εργασία σχετίζεται απλώς με τις αγορές εργασίας. Καταρχάς, το όραμα της κοινωνίας της αφθονίας πέραν του ότι εν τέλει απανθρωπίζει τον άνθρωπο σε ένα Μπενθαμικό κυνήγι της χρησιμότητας, όπως υπαινίσσεται γλαφυρά το ομώνυμο κινούμενο σχέδιο με τον Wall-E (2008), είναι αδύνατο στις καπιταλιστικές κοινωνίες για δύο λόγους. Αφενός, όπως σχολιάζει καίρια ο M. Roberts στο blog του (2015), ο καπιταλισμός ως πολιτικοοικονομικό σύστημα βασίζεται στην ανθρώπινη εργασία και την εκμετάλλευση για την παραγωγή αξιών και συνεπώς αδυνατεί να υπάρξει χωρίς αυτή.[7] Αφετέρου, στο δημοφιλές ανάμεσα στους οικολόγους παράδοξο του Jevons η εξοικονόμηση πόρων ανοίγει χώρο για επιπλέον εκμετάλλευση και εν τέλει αυξάνει τις απαιτήσεις του συστήματος.[8] Επομένως, ο καπιταλισμός δε γνωρίζει όρια στην ακόρεστη πορεία της μεγέθυνσης, αλλά αντίθετα συνεχώς προσπερνά τον ορίζοντα ακόμα και αν αυτό συμβαίνει σε βάρος της κοινωνικής ευημερίας. Το ίδιο μπορεί κάνει και ως προς τις ώρες εργασίας, όπως αποδεικνύει περίτρανα το νέο νομοσχέδιο για τα εργασιακά. Σήμερα, δυόμιση δεκαετίες μετά τον Rifkin, και κάτι αιώνες μετά τις πρώτες υποσχέσεις του μοντερνισμού (Μπιτσάκης, 2017), το όνειρο της αφθονίας παραμένει απατηλό. Στον κόσμο μας κυριαρχεί η δουλειά (κατά το δουλεία) και όχι η απελευθερωτική ελεύθερη εργασία. Σε αντίθεση με τις υποσχέσεις οι ζωές μας είναι γεμάτες άγχος και πίεση και ο χρόνος δεν είναι ποτέ αρκετός (Crary, 2014).[9] Απάντηση σε αυτά τα ζητήματα δίνει η απομεγέθυνση. Στόχος είναι να μειωθεί ο χρόνος που δαπανάμε σε δραστηριότητες που αφορούν τους μηχανισμούς αγοράς (την επίσημη οικονομία) ώστε να ενισχυθούν μια σειρά από άλλες εργασιακές δραστηριότητες, σημαντικές για την κοινωνική ευημερία. Η δημοκρατία, η κοινωνική σύσφιξη, η ψυχολογική και κοινωνική υγεία μπορούν να είναι τέτοια στοιχεία (Andreoni & Galmarini, 2014). H εργασία πάνω από ένα όριο έχει αρνητικό αντίκτυπο στην υγεία και την ευημερία (Crary, 2014). Οι Ανderoni και Giamarini (2014) τοποθετούν αυτό το όριο περίπου στις 40 ώρες την εβδομάδα, και σε αυτές τις ώρες ενσωματώνουν τόσο τις ώρες επίσημης απασχόλησης (έμμισθη εργασία) όσο και αυτές της εργασίας ευρύτερα. Βέβαια, το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό, καθώς τον υπόλοιπο χρόνο οι άνθρωποι δε σταματούν να μεταβολίζουν το περιβάλλον τους, συνεπώς μια ολιστική και σε βάθος ανάλυση της εργασίας είναι ιδιαίτερα δύσκολη (Kallis, 2013). Για την απομεγέθυνση, το ζήτημα δεν είναι απλώς το όριο των ορών εργασίας το οποίο στις μέρες μας φαίνεται να έχει χαθεί, αλλά και η εσωτερική κατανομή της απλήρωτης/έμμισθης εργασίας (D’Alisa & Cattaneo, 2013; Kallis, 2013). Καθώς αναγνωρίζεται πως έξω από τη σφαίρα της αγοράς, η ανθρώπινη δραστηριότητα συνεχίζεται (και συνεπώς και ο ανθρώπινος μόχθος για την επίτευξη στόχων). Η οικολογική συζήτηση για την οικονομία πέραν της αγοράς, δεν είναι άσχετη με την συζήτηση για την απλήρωτη αναπαραγωγική εργασία από την οποία προκύπτουν τα φεμινιστικά οικονομικά (D’Alisa & Cattaneo, 2013; Nierling, 2012)[10]. Οι μηχανισμοί της καπιταλιστικής οικονομίας που οδηγούν στην αφάνεια την αναπαραγωγική εργασίας (η οποία λαμβάνει χώρα έξω από την αγορά) είναι οι ίδιοι με αυτούς που οδηγούν στην εμμονή της συσσώρευσης και έχουν ως αποτέλεσμα τη θέαση της μεγέθυνσης ως πανάκεια όλων των προβλημάτων της ανθρωπότητας. Για τον καπιταλισμό το μόνο που μετράει είναι η αγορά, το μόνο που έχει αξία είναι ότι έχει τιμή και όταν κάτι δε συμβαίνει διαμέσω της αγοράς τότε είναι ανάξιο. Ο νόμος της αξίας βρίσκεται πάνω από κάθε άλλο νομικό ή ηθικό νόμο των καπιταλιστικών κοινωνιών (Marx, 2013). Αν λοιπόν διακρίνουμε την εργασία σε μισθωτή και απλήρωτη,[11] τότε η κοινωνική ευημερία βασίζεται και στις δυο μορφές της, όμως οι οικονομίες (τον αγορών) μας αναγνωρίζουν μόνο την πρώτη. Τα Κοινωνικά Οικολογικά Οικονομικά, αποδέχονται και στηρίζουν αυτή την αναγνώριση της εργασίας πέραν των έμμισθων μορφών. Γενικώς αναδεικνύουν την σημασία της αναπαραγωγικής εργασίας είτε αυτή παίρνει την μορφή της οικιακή εργασίας, είτε της κοινωνικής εργασίας, είτε του εθελοντισμού, είτε απλώς της προσφοράς και της αλληλεγγύης. Όμως, σε αντίθεση με την κυρίαρχη οικονομική σκέψη, δεν προσβλέπουν στην καταγραφή και ενσωμάτωση αυτών των εργασιών στο ΑΕΠ και τις αγορές, αλλά, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο - προκρίνουν μια άλλη (μάλλον αντίθετη) κατεύθυνση. Για τα οικονομικά της απομεγέθυνσης η πρόταση είναι απλή: μείωση του χρόνου μισθωτής εργασίας και ο περιορισμός της σφαίρας της αγοράς, προς υποστήριξη της απλήρωτης εθελοντικής εργασίας, θεμελίωση της κοινωνικής προσφοράς και ενίσχυση της ευημερίας. Δεν είναι απλώς ένα πρόταγμα για λιγότερη δουλειά, αλλά μια πολιτική για την ανάδειξη της σημασίας της κοινωνικής προσφοράς, για την δικαιότερη κατανομή του προϊόντος (Kallis, 2013) και για την παροχή στα άτομα της δυνατότητας να προσφέρουν στις κοινωνίες μέσω διαφορετικών μηχανισμών από αυτούς της αγοράς, αλλά να βιοπορίζονται κιόλας ως ανεξάρτητα (sovereign) υποκείμενα. Η συζήτηση για ένα Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, είναι στενά συνυφασμένη με το θέμα, όπως φαίνεται από τη βιβλιογραφία (Kallis, 2013; Nierling, 2012). Σε θεμελιακό όμως επίπεδο, το ζήτημα είναι η αναδιανομή των προϊόντων της εργασίας, ο κοινωνικός μετασχηματισμός για την μείωση της σημασίας των μηχανισμών της αγοράς, και σίγουρα ο περιορισμός της καπιταλιστικής αμετροέπειας. Οικονομικές δραστηριότητες που συμβαίνουν έξω από την αγορά, έχουν ως στόχο την απευθείας κάλυψη των κοινωνικών αναγκών και συνεπώς είναι δυσκολότερο να έρχονται σε αντιδιαστολή με την ευημερία (όπως συχνά συμβαίνει με τους μηχανισμούς της αγοράς). Επιπρόσθετα, δεν υπάγονται απαραίτητα στις ακόρεστες ορέξεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αλλά διατηρούν το ανθρώπινο στοιχείο του κορεσμού. Έτσι, μπορούν να οδηγήσουν σε μια αρκετά πιο οικοφιλική, ευημερούσα, ή δημοκρατική, κοινωνικο-οικονομική δομή. Χαρακτηριστικά, όπως δείχνει η έρευνα των D’Alisa και Giamarini (2014) καθώς η έμμισθη εργασία είναι ενεργειακά πιο κοστοβόρα από την απλήρωτη εργασία, μια μείωση των ωρών εργασίας και ένας συνακόλουθος μετασχηματισμός της οικονομίας θα είχε ένα πιο οικοφιλικό αποτύπωμα. Οι λόγοι που αυτό συμβαίνει είναι εγγενείς στο καπιταλιστικό σύστημα των αγορών (Burkett, 2014). Κλείνοντας, αξίζει να γίνει μια τελευταία σημείωση προς υπεράσπιση της απομεγέθυνσης. Η πρόταση για μείωση του χρόνου εργασίας στην απομεγέθυνση δεν σχετίζεται (τουλάχιστον όχι απαραίτητα) με την νεοκλασική αντίληψη της εργασίας ως δυσχρησιμότητα. Το πρόταγμα της μείωσης της εργασίας δεν προκύπτει από μια φυγόπονη τάση του ανθρώπου σε ό,τι αφορά την κατανομή του χρόνου του ανάμεσα σε εργασία και σχόλη. Αντίθετα, τα απελευθερωτικά χαρακτηριστικά της εργασίας μπορούν να αναδειχθούν μέσω μιας ολιστικής προσέγγισης της εργασίας (Bowring, 2014), και να ενισχυθούν με τη μείωση του έμμισθου εργάσιμου χρόνου. Σε αντίθεση με την ωφελιμιστική προσέγγιση των νεοκλασικών κατά την οποία οι απολαύσεις είναι ο κινητήρας της ανθρώπινης δραστηριότητας, στην ολιστική προσέγγιση η εργασία είναι κάτι παραπάνω από απλή αναγκαιότητα στην ασήμαντη αναπαραγωγή της ζωής – αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της παρά την καταπόνηση (Bowring, 2014). Αντίστοιχα, η απομεγέθυνση δε σημαίνει τη αποκήρυξη των υλικών αναγκών, όπως θα συνεπαγόταν μια ιδεαλιστική αντίληψη του ανθρώπου, σαν κάτι ξένο, ή ανώτερο από τη φύση. Το κάλεσμα σε επάρκεια και μείωση της κατανάλωσης δε προέρχεται έναν πνευματιστικό ασκητισμό και μια μανιχαϊστική ανάγνωση της ύλης. Αντίθετα, μπορεί να προκύπτει από μια αναγνώριση μιας «ιεραρχίας» των δραστηριοτήτων κατανάλωσης στην ανθρώπινη κατάσταση (Bowring, 2014) όπου οι κατώτερες μορφές [καταναλωτικής] δραστηριότητας (όπως η βρώση και η πόση) πρέπει να συνδυάζονται με ανώτερες μορφές (όπως η κοινωνικότητα) για να αποκτήσουν νόημα. Όταν αυτές αφαιρετικά μετατρέπονται σε τελικούς και αποκλειστικούς σκοπούς (όπως στη νεοκλασική οικονομική θεωρία), το ανθρώπινο στοιχείο μένει κενό και αυτοϋποβιβαζόμαστε στον χυδαίο ηδονισμό. Η ύλη (και η φύση) αποτελεί το θεμέλιο των ανθρώπινων κοινωνιών· στόχος δεν είναι η φυγή από αυτή, αλλά η συγκρότηση του ανθρώπινου βασιλείου της ελευθερίας και του αλληλοσεβασμού (που συνεπάγεται και τον αυτοπεριορισμό) που απαιτεί η οικολογική συμβίωση. Σημειώσεις: [1] Ως προς τα ζητήματα της μεγέθυνσης και της παραγωγικότητας τα οποία είναι κεντρικά σε αυτή τη λογική, αξίζει να σημειώσουμε ότι ιστορικά ουδέποτε έλυσαν κάποιο οικολογικό ζήτημα. Αντίθετα, όπως δείχνει μια πιο ολιστική οπτική μεταθέτουν το πρόβλημα σε όλο και πιο οξυμένη μορφή από το ένα πεδίο στο άλλο (Burkett, 2014). Συνεπώς αδυνατούμε να καταλάβουμε από που αντλείται η αισιοδοξία του συγκεκριμένου ρεύματος. [2] Και μετά ίσως ακόμα πιο γρήγορα. Αφήνοντας εμάς να διερωτόμαστε, πόσο γρήγορα είναι το αρκετά γρήγορα; [3] https://en.wikipedia.org/wiki/Anthropocene [4] https://critique-ath.weebly.com/keimena/1335312 [5] Δεν είναι καθόλου τυχαίο που στη διεθνή ορολογία η ανάπτυξη δεν είναι «αειφόρος» αλλά «διατηρήσιμη» (sustainable development). Φαίνεται πως η «ανάπτυξη» από μέσο γίνεται σκοπός στη συμβατική οικονομική σκέψη. [6] Και όχι πρόγραμμα, καθώς αποτελεί μια post-normal επιστημονική προσέγγιση (Kallis 2013). Σε αυτή τη προσέγγιση αναγνωρίζεται πως η επιστήμη δεν είναι αντικειμενική, όπως σημειώναμε και εισαγωγικά, και θεωρείται ότι η διάκριση μεταξύ κανονιστικής-θετικής επιστήμης είναι ψευδής και παραπλανητική. Συνεπώς, ένα θεμελιακό στοιχείο εν προκειμένω είναι η συνδιαλλαγή δημοκρατίας και επιστήμης, σε έναν αντι-τεχνοκρατικό συνδυασμό που αντιτίθεται στη σημερινή ασφυξία της δημοκρατίας από την «επιστήμη» και τους «ειδικούς». [7] Δείτε και (Nierling, 2012) για την συστημική πίεση προς έμμισθη-εργασία. [8] https://en.wikipedia.org/wiki/Jevons_paradox Το παράδοξο συνήθως χρησιμοποιείται για άλλους πόρους με οικολογική σημασία, αλλά μπορεί να αξιοποιηθεί (όχι χωρίς ενδοιασμούς) και για την εργασία. Σημειώνει πως αν λόγω μιας τεχνολογικής καινοτομίας (π.χ. ρομποτική) εξοικονομούταν εργασία, τότε θα έπεφτε η τιμή της οδηγώντας σε επέκταση της ζήτησης γενικά αλλά του πόρου. Το συνολικό αποτέλεσμα βάσει του παράδοξου θα είναι θετικό για τις ώρες εργασίας. [9] Για τη σύγχρονη μορφή της εργασίας δείτε από την παρούσα σειρά: https://critique-ath.weebly.com/keimena/1335312 όπως και https://critique-ath.weebly.com/keimena/1565885 [10] Για μια συνοπτική παρουσίαση των φεμινιστικών ζητημάτων αναπαραγωγικής εργασίας δείτε (Bhattacharya, 2017; Hartmann, 1981). [11] Προσοχή είναι μια διαφορετική διάκριση από την μαρξιστική του αναγκαίου και πλεονάζοντος χρόνου εργασίας. Σε μαρξιστική ορολογία θα μιλούσαμε για έμμισθη και αναπαραγωγική εργασία, όμως στο πλαίσιο των οικολογικών οικονομικών η δεύτερη ονοματίζεται «unpaid work» το οποίο εδώ μεταφράζουμε ως απλήρωτη εργασία. Βιβλιογραφία: Andreoni, V., & Galmarini, S. (2014). How to increase well-being in a context of degrowth. Futures, 55, 78–89. https://doi.org/10.1016/j.futures.2013.10.021 Bhattacharya, T. (Ed.). (2017). Social Reproduction Theory: Remapping Class, Recentering Oppression. Pluto Press. https://doi.org/10.2307/j.ctt1vz494j Bowring, F. (2014). Arendt after Marx: Rethinking the Dualism of Nature and World. Rethinking Marxism, 26(2), 278–290. https://doi.org/10.1080/08935696.2014.888856 Burkett, P. (2014). Marx and Nature: A Red and Green Perspective. Haymarket Books. Crary, J. (2014). 24/7 Ο ύστερος καπιταλισμός και το τέλος του ύπνου (Ά. Φιλιππάτος, Trans.). Λιβάνης (Αγγλική Έκδοση 2013). D’Alisa, G., & Cattaneo, C. (2013). Household work and energy consumption: A degrowth perspective. Catalonia’s case study. Journal of Cleaner Production, 38, 71–79. https://doi.org/10.1016/j.jclepro.2011.11.058 Hartmann, H. (1981). The Unhappy Marriage of Marxism and Feminism: Towards a More Progressive Union. In C. McCann & S.-K. Kim (Eds.), Feminist Theory Reader (pp. 187–199). Routledge. Kallis, G. (2013). Societal metabolism, working hours and degrowth: A comment on Sorman and Giampietro. Journal of Cleaner Production, 38, 94–98. https://doi.org/10.1016/j.jclepro.2012.06.015 Kallis, G., & Bliss, S. (2019). Post-environmentalism: Origins and evolution of a strange idea. Journal of Political Ecology, 26(1), 466–486. https://doi.org/10.2458/v26i1.23238 Marx, K. (2013). Το Κεφάλαιο (T. Giouras, T. Noutsopoulos, & V. Bahourou, Eds.; T. Giouras, Trans.; Das Capital: Marx-Engels-Gesamtausgabe(MEGA) edition, Vol. 1). ΚΨΜ (Αρχική Έκδοση 1867). Mason, P. (2016). Μετακαπιταλισμός. Καστανιώτης (Aγγλική Έκδοση 2015). Milanović, B. (2019). Παγκόσμια Ανισότητα: Η οικονομική ανισότητα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης (Ν. Ρούσσος, Trans.). Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (Αγγλική Έκδοση 2016). Nierling, L. (2012). “This is a bit of the good life”: Recognition of unpaid work from the perspective of degrowth. Ecological Economics, 84, 240–246. https://doi.org/10.1016/j.ecolecon.2011.10.030 Piketty, T. (2014). Το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα (F. Karzis, Ed.; 2η έκδοση). Πόλις (Γαλλική Έκδοση 2013). Rifkin, J. (1996). Το Τέλος της Εργασίας και το Μέλλον της (Ν. Κοτζιάς, Ed.; Γ. Κοβαλένκο, Trans.). Λιβάνης (Αγγλική Έκδοση 1995). Roberts, M. (2015). Robots and AI: utopia or dystopia? (In 3 parts) [Blog]. The Next Recession. https://thenextrecession.wordpress.com/2015/09/24/robots-and-ai-utopia-or-dystopia-part-three/ Rosen, H., Gayer, T., Ράπανος, Β., & Καπλάνογλου, Γ. (2009). Δημόσια Οικονομική: Σύγχρονη θεωρία και ελληνική πραγματικότητα (2η έκδοση). Κριτική. Schumacher, E. F. (1980). Το μικρό είναι όμορφο (Φ. Χοϊδάς & Ό. Τρέμη, Trans.). Γλάρος (Αγγλική Έκδοση 1973). Spash, C. L. (2020). A tale of three paradigms: Realising the revolutionary potential of ecological economics. Ecological Economics, 169, 106518. https://doi.org/10.1016/j.ecolecon.2019.106518 Ζουμπουλάκης, Μ. (2008). Προβλήματα μεθόδου στην οικονομική επιστήμη. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας. Μπιτσάκης, Ε. (2017). Οι θύελλες της προόδου. ΚΨΜ.
0 Comments
Your comment will be posted after it is approved.
Leave a Reply. |
Ένα από τα παράπονα των φοιτητριών οικονομικών σχολών είναι η έλλειψη υλικού στα Ελληνικά. Έτσι, αποφασίσαμε να μεταφράζουμε κατά καιρούς κείμενα που μας φαίνονται ενδιαφέρονται ή χρήσιμα. Archives
May 2021
Categories |