Καταρρίπτοντας Μύθους γύρω από τα Ετερόδοξα ΟικονομικάΤων Ingrid Harvold Kvangraven και Carolina Alves “Η Οικονομική είναι η μοναδική ανάμεσα στις κοινωνικές επιστήμες που έχει ένα μόνο, μονολιθικό ορθόδοξο ρεύμα, το οποίο είτε αγνοεί είτε εχθρεύεται ενεργά τις εναλλακτικές προσεγγίσεις.” (John King 2013: 17) Τι σημαίνει ετερόδοξα οικονομικά; Είναι μια χρήσιμη ή επιβλαβής κατηγοριοποίηση; Όντες εκτός του ορθόδοξου ρεύματος της Οικονομικής Επιστήμης, ο τρόπος που τοποθετούμαστε μπορεί να φέρει μεγάλη βαρύτητα. Γι’ αυτό, πολλές γύρω μας αποφεύγουν τη χρήση του όρου ‘ετερόδοξος’ και συμβουλεύουν να μην τον χρησιμοποιούμε. Παρόλα αυτά, πιστεύουμε πως η απροθυμία να χρησιμοποιήσουμε τον όρο προέρχεται εν μέρει από αδυναμία κατανόησης (και κάποιες φορές διαφωνία με) της σημασίας του όρου και ίσως διαφωνίες σχετικά με στρατηγικές αλλαγής της επιστήμης. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια σημαντική συζήτηση τόσο σε όρους ταυτότητας όσο και στρατηγικής. Στο κείμενο αυτό, θέλουμε να συζητήσουμε το θέμα σε ετερόδοξα και ορθόδοξα πλαίσια, καταρρίπτοντας μερικούς κοινούς μύθους σχετικά με τα Ετερόδοξα Οικονομικά – οι οποίοι προκύπτουν κυρίως από την ορθοδοξία. Πρόκειται για ένα μικρό μέρος ενός μεγαλύτερου εγχειρήματος για τον ορισμό των ετερόδοξων οικονομικών. Μύθος 1 : Ετερόδοξα Οικονομικά είναι Οτιδήποτε δεν είναι ‘Ορθόδοξο’ Αν και αληθεύει πως πολλοί άνθρωποι βλέπουν το ετερόδοξο ως αρνητικά ορισμένο – ειδικά παρατηρητές ορμώμενοι από το ορθόδοξο ρεύμα ή εκτός της επιστήμης – αρκετές ερευνήτριες της ετερόδοξης κοινότητας βλέπουν επίσης τον όρο ως κάτι θετικό και προληπτικό, ορισμένο από ένα σύνολο αρχών (βλ. εδώ για μια ενδιαφέρουσα σύνοψη των ορισμών). Ο όρος συναντάται από τη δεκαετία του 1930 (πχ Ayres 1936), αλλά πιο πρόσφατοι ορισμοί έχουν αναπτυχθεί από τους Lee (2009), Vernengo (2011), Lawson (2013), και Dymski (2014). Ο Lee (2009: 8-9) – μια σημαντική μορφή για την οικοδόμηση της κοινότητας ετερόδοξων οικονομικών, ιδιαίτερα τη δεκαετία του 2000 – έβλεπε την ετερόδοξη οικονομική θεωρία ως μια ‘εμπειρικά θεμελιωμένη θεωρητική εξήγηση της ιστορικής διαδικασίας κοινωνικής αναπαραγωγής εντός του πλαισίου μιας καπιταλιστικής οικονομίας’. Για τον Lawson (2013, κεφ. 3), τα ετερόδοξα οικονομικά χαρακτηρίζονται από έναν πλουραλισμό στο επίπεδο της μεθόδου, συνδυασμένο με μια ρητή οντολογία ανοιχτότητας (openness), διαδικασιών αλληλεπίδρασης και σύνολα (totalities), σε αντίθεση με τα ορθόδοξα οικονομικά που χαρακτηρίζονται από μια διαχρονική εξάρτηση από μεθόδους μαθηματικής μοντελοποίησης, όπως αυτή εκφράζεται στη μαθηματική ‘αφαίρεση΄ και τους ‘νόμους’ ή την ‘καθολικότητά’ της, ερμηνευμένα ως συσχετίσεις ή κανονικότητες. Ο Vernengo (2011) υποστηρίζει ότι τα ετερόδοξα οικονομικά καταπιάνονται κυρίως με την κατανόηση της αναπαραγωγής της κοινωνίας· ότι η παραγωγή και η διανομή του κοινωνικού πλεονάσματος είναι κεντρικές για τις θεωρίες αυτές· ότι η αποτελεσματική ζήτηση υφίσταται μακροπρόθεσμα (κάτι που σημαίνει ότι τα όρια της συσσώρευσης είναι κυρίως πολιτικά). Επιστρέφοντας στην κλασική πολιτική οικονομία, η διανομή καθορίζεται εξωγενώς από κοινωνικές και θεσμικές συνθήκες (πχ ο μισθός καθορίζεται από τη διαπραγματευτική ισχύ της εργασίας και το ποσοστό κέρδους επηρεάζεται από το επιτόκιο, το οποίο επηρεάζεται από την κεντρική τράπεζα). Ο Lee ενθάρρυνε πάντα τις φοιτήτριες να κάνουν Οικονομικά με πλουραλιστικό και συμπεριληπτικό τρόπο και να είναι υπεύθυνοι και ανοιχτόμυαλοι οικονομολόγοι. Η δεκτικότητα στις εναλλακτικές μεθόδους αφήνει επίσης πολύ μεγαλύτερο χώρο για τάξεις, φύλα, θεσμούς, αστάθεια, αβεβαιότητα, εκμετάλλευση, ασυμμετρίες ισχύος, διανεμητικές διαμάχες και οικολογικά ζητήματα. Ομοίως, οι Mearman και Guizzo (2019) βλέπουν τα ετερόδοξα οικονομικά ως μια πλουραλιστική κοινότητα με μία ποικιλία προελεύσεων, σκοπών και συστημάτων οικονομικής σκέψης, από την ιστορία και τη φιλοσοφία των οικονομικών, μεταξύ άλλων, μέχρι τη μοντελοποίηση, την κοινοτική οργάνωση, και τη λήψη μέτρων πολιτικής. Βλέπουμε τα ετερόδοξα οικονομικά ως τη μελέτη της παραγωγής και διανομής του κοινωνικού πλεονάσματος, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου των σχέσεων εξουσίας στον καθορισμό των οικονομικών σχέσεων· ως μια μελέτη των οικονομικών συστημάτων, και των τάσεων που σχετίζονται με αυτά· ως την εφαρμογή θεωριών που περιστρέφονται γύρω από αυτά τα θέματα, όπως η Κλασική Πολιτική Οικονομία, τα Μαρξιστικά Οικονομικά, τα Φεμινιστικά Οικονομικά, τα Θεσμικά Οικονομικά, και τα Κεϋνσιανά Οικονομικά. Καθώς η πραγματικότητα δεν είναι στατική, κρίνουμε πως είναι κρίσιμο να σκεφτόμαστε και να ξανασκεφτόμαστε συνεχώς τη φύση και την καταλληλόλητα αυτών των θεωριών και μεθόδων. Τώρα, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως αυτοί οι ορισμοί είναι υπερβολικά περίπλοκοι, πως είναι ευκολότερο, πιο πρακτικό να υιοθετούνται αρνητικοί ορισμοί. Λοιπόν, αποδεικνύεται πως ούτε αυτό είναι αρκετά ξεκάθαρο, αφού δεν είναι εύκολο να ορίσουμε τα όρια των ‘ορθόδοξων’ Οικονομικών (βλ. Cedrini and Fontana 2018). Η American Economics Association ορίζει την οικονομική επιστήμη ως τη μελέτη της στενότητας, τη μελέτη του πώς οι άνθρωποι χρησιμοποιούν πόρους για να ανταποκριθούν σε κίνητρα, ή τη μελέτη της λήψης αποφάσεων. Άλλοι ακόμα καθορίζουν την ορθοδοξία με βάση τη μέθοδό της (βλ. πχ Dow 1997 ή Bandiera σε μια πρόσφατη διάλεξη της Royal Economics Society), η οποία με τη σειρά της διαφοροποιείται από την ετερόδοξη προσέγγιση των ανοιχτών συστημάτων. Το να αναγνωρίσουμε πως οι ετερόδοξες οικονομολόγοι ίσως συμφωνούν στην κριτική τους των κυρίαρχων οικονομικών δε σημαίνει πως καθορίζονται από αυτή την κοινή θέση (στην πραγματικότητα, ερευνητές σε πολλά άλλα πεδία απορρίπτουν κι εκείνοι τα ορθόδοξα οικονομικά, αλλά αυτό δεν τις καθιστά αυτόματα ετερόδοξες οικονομολόγους). Είναι επομένως τα Αυστριακά Οικονομικά ετερόδοξα; Προφανώς αυτό είναι ένα θέμα προς συζήτηση, και πολλοί Αυστριακοί οικονομολόγοι αυτοπροσδιορίζονται πράγματι ως ετερόδοξοι μόνο και μόνο επειδή αρκετοί από αυτούς αποκλείονται από το κυρίαρχο ρεύμα ή κατανοούν διαφορετικά κατηγορίες όπως η ισορροπία ή η αβεβαιότητα. Παρόλα αυτά, πολλές ετερόδοξες κοινότητες δε θα συμπεριλάμβαναν Αυστριακές βασιζόμενες είτε σε επιστημολογικά (οι Αυστριακές τείνουν να προσκολλώνται στην οριακή ανάλυση, βλ. πχ Vernengo 2012) είτε σε κοινωνιολογικά κριτήρια (δεν αποτελούν μέρος των ερευνητικών μας κοινοτήτων, οι οποίες περιλαμβάνουν ιδρύματα, εκδόσεις, και συνέδρια).
Μύθος 2 : Είναι ‘της μόδας’ να είναι κανείς Ετερόδοξος Το περιοδικό Economist κάποια στιγμή δημοσίευσε ένα άρθρο ‘Είναι ετερόδοξο, ή απλά της μόδας;’ [“Is it heterodox, or just hip”] (παρόμοιοι ισχυρισμοί έχουν διατυπωθεί και αλλού, για παράδειγμα στο κείμενο του Noah Smith στο Bloomberg το 2016). Ναι, είναι αλήθεια πως η χρήση του όρου γνωρίζει άνθηση τις δεκαετίες 1990 και 2000 (όπως το κατέγραψε ο Jakob Kapeller σε μια εκδοχή του Heterodox Economics Newsletter το 2017, βλ. διάγραμμα παρακάτω). Εμφανίζονται πολλά βιβλία που χρησιμοποιούν τον όρο ‘ετερόδοξο’ στον τίτλο τους. Ο Lavoie (2014: 6) αναφέρει πως «από τη δεκαετία του 1990, αλλά περισσότερο από τη μέση εκείνης του 2000, ο όρος ‘ετερόδοξο’ γίνεται όλο και πιο δημοφιλής για τον προσδιορισμό του συνόλου εκείνου των οικονομολόγων που θεωρούν ότι ανήκουν σε μια κοινότητα οικονομολόγων που απέχει από το κυρίαρχο δόγμα». Διάγραμμα 1: Google Ngram για τον όρο “Heterodox Economics,” 1870-2008Η αυξημένη χρήση του όρου όμως δε σημαίνει πως οι ετερόδοξες θεωρίες έγιναν αποδεκτές στον πυρήνα του επιστημονικού πεδίου των οικονομικών. Δεν υπήρξε ουσιαστική αλλαγή στο πεδίο μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση (βλ. Mason 2018, Skidelsky 2018 και Steinbaum 2019) πόσο μάλλον μεγαλύτερη συμπερίληψη ή δεκτικότητα (πχ στις κορυφαίες εκδόσεις, στις πρακτικές προσλήψεων, στα βραβεία ή στη διδασκαλία). Αν και έχει υπάρξει κάποια αυτοκριτική εντός του κυρίαρχου ρεύματος (πχ κριτική του DSGE από τους Romer 2016 και Blanchard 2018), αυτό δε σημαίνει πως εναλλακτικές θεωρίες, όπως η Μετα-Κεϋνσιανή ή η Μαρξιστική, πλέον αντιμετωπίζονται ως έγκυρες οικονομικές θεωρίες από τα μεγάλα οικονομικά ιδρύματα. Όπως παρατηρεί ο Coyle (2013), η οικονομική κρίση επηρέασε ελάχιστα το πώς κατασκευάζεται και αναπαράγεται η ακαδημαϊκή ορθοδοξία στα Οικονομικά. Στο μεταξύ, μετά την κρίση, φαίνεται πως πολλές ιδέες που αναπτύχθηκαν εντός ενός ετερόδοξου πλαισίου ενσωματώθηκαν και οικειοποιήθηκαν από ορθόδοξες ερευνήτριες, προσαρμοζόμενες σε αναλυτικά πλαίσια του κυρίαρχου ρεύματος, χωρίς καμία αναγνώριση της ετερόδοξης προέλευσης αυτών των ιδεών (όπως υπογραμμίζει η Jo Michell, ανάμεσα σε άλλους). Τα Ετερόδοξα Οικονομικά κερδίζουν έδαφος εκτός του πεδίου των Οικονομικών, όμως. Μπορούμε να δημοσιεύσουμε σε κορυφαία περιοδικά άλλων πεδίων (πχ. Πολιτικής Επιστήμης, Γεωγραφίας, Κοινωνιολογίας, Φιλοσοφίας, Επιστημών Ανάπτυξης), μπορούμε να έχουμε δημοσιογραφική κάλυψη στους Financial Times (πχ. γνωστοί ετερόδοξοι ερευνητές όπως οι Mariana Mazzucato, Stephanie Kelton and Steve Keen), και μπορούμε να βρούμε δουλειά σε κορυφαία πανεπιστήμια, όπως το Πανεπιστήμιο του Cambridge, το LSE, και το Columbia – αλλά εκτός των τμημάτων Οικονομικών (συνήθως βρίσκει κανείς ετερόδοξες οικονομολόγους σε ινστιτούτα, κέντρα, σχολές διοίκησης, και μη-Οικονομικά τμήματα κοινωνικών επιστημών). Στις ΗΠΑ, πολλοί ετερόδοξοι οικονομολόγοι καταλήγουν να διδάσκουν σε κολλέγια liberal arts. (Σημειώστε πως σε κάποιες μη-Δυτικές χώρες, οι ετερόδοξες οικονομολόγοι μπορούν να εργαστούν σε κορυφαία Οικονομικά τμήματα καθώς δεν είναι τόσο περιθωριοποιημένες – όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της Βραζιλίας, βλ. Dequech 2018). Είναι γεγονός πως τα Ετερόδοξα Οικονομικά είναι δημοφιλή μεταξύ των φοιτητών (πχ. Rethinking Economics), στο κοινό, και σε μη-οικονομολόγους, αλλά ο ισχυρισμός πως είναι 'της μόδας' το να είναι κάποια ετερόδοξη αποτελεί προσβολή προς τις ετερόδοξες οικονομολόγους, καθώς μοιάζει να αγνοεί εντελώς τον αποκλεισμό από το ίδιο μας το πεδίο, που ιστορικά αντιμετωπίσαμε και εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε. Πόσες φορές δε μας έχει τύχει κάποιος εντός του κυρίαρχου δόγματος να πει: «Ναι, αλλά δεν κάνεις Οικονομικά στην πραγματικότητα…» ; Μύθος 3: Το Ορθόδοξο είναι ήδη Ετερόδοξο Ορισμένοι ισχυρίζονται πως το ορθόδοξο είναι ήδη ετερόδοξο (πχ Diane Coyle 2007, David Colander 2009, και Colander et al. 2010). Αυτές οι ερευνήτριες υποστηρίζουν πως η ενσωμάτωση της θεωρίας ενδογενούς μεγέθυνσης, των συμπεριφορικών και πειραματικών οικονομικών, των complexity economics και άλλων θεωρητικών καινοτομιών έχουν μειώσει την κυριαρχία των νεοκλασικών οικονομικών (για ολοκληρωμένες απαντήσεις σε αυτό τον ισχυρισμό, βλ. Lee and Lavoie 2012, Thornton 2015 and Stilwell 2016). Ενώ αυτές οι εξελίξεις δίνουν ίσως μια εντύπωση πολυφωνίας εντός του κυρίαρχου [ρεύματος], όπως τονίζει ο Stilwell (2016), η βάση ακόμα στηρίζεται σε νεοκλασικές ιδέες όπως ο μεθοδολογικός ατομισμός και η συστημική σταθερότητα που παράγουν οι δυνάμεις της αγοράς. Μπορεί να υπάρχει μια ‘πρωτοπορία’ που απομακρύνεται από κάποιες ορθόδοξες υποθέσεις, όπως το θέτει ο Vernengo (2014), αλλά είναι ακριβώς αυτό το στοιχείο του κυρίαρχου ρεύματος που του επιτρέπει να μοιάζει λογικό όταν μιλάει για την πραγματικότητα και επομένως παίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της κυριαρχίας του. Είναι προφανές πως υπάρχει ένας βαθμός πλουραλισμού στα κυρίαρχα Οικονομικά, ειδικά σε ό,τι αφορά μοντέλα και διάφορες μορφές μικρών αποκλίσεων από τα νεοκλασικά οικονομικά (πχ. τα Νέο-Κεϋνσιανά Οικονομικά, τα Νέα Κλασικά Οικονομικά, τα Νέα Θεσμικά Οικονομικά, τα Συμπεριφορικά Οικονομικά). Παρόλα αυτά, πρέπει να αναγνωρίσουμε επίσης ότι εξακολουθεί να υπάρχει μονισμός σε όρους θεωρητικών αφετηριών, μεθοδολογικής προσέγγισης, και σε σχέση με τις μεθοδολογικές εναλλακτικές (βλ. επίσης Dow 2008). Το να αμύνεται λοιπόν κανείς απέναντι στην κριτική που δέχεται το πεδίο χρησιμοποιώντας τον ήδη υπάρχοντα πλουραλισμό του, στην πράξη αγνοεί την πραγματική πληθώρα θεωριών και μεθοδολογικών που υπάρχουν στα Οικονομικά εκτός του κυρίαρχου ρεύματος. Επιπλέον, αυτές οι θεωρητικές καινοτομίες δεν έχουν σε τίποτα αντικαταστήσει τα νεοκλασικά οικονομικά ως τον ακρογωνιαίο λίθο των προγραμμάτων σπουδών Οικονομικής επιστήμης παγκόσμια, ακόμα κι αν μπορεί κανείς να τα παρακολουθήσει ως μαθήματα επιλογής για ένα πτυχίο Οικονομικών. Εν συντομία, οι εξελίξεις δεν είναι ούτε ριζικές ούτε μετασχηματιστικές. Μύθος 4: Οι ετερόδοξες οικονομολόγοι είναι απλώς αριστερές θυμωμένες με το Νεοφιλελευθερισμό Συχνά, το κυρίαρχο δόγμα του πεδίου περιγράφεται ως ουδέτερο, ενώ το ετερόδοξο ως ιδεολογικά φορτισμένο. Όσοι πιστεύουν μια τέτοια δήλωση θα εκπλαγούν αν μάθουν από τον Myrdal (1953) ότι η ανάπτυξη της οικονομικής σκέψης υπήρξε πάντα και παντού πολιτική, καθώς η πολιτική και τα οικονομικά είναι στενά συνδεδεμένα. Υπάρχει μια αναγνώριση εντός όλων των ετερόδοξων σχολών σκέψης πως τα Οικονομικά είναι εγγενώς πολιτικά. Αυτό δε σημαίνει πως όλοι οι ετερόδοξοι οικονομολόγοι έχουν ίδιες πολιτικές απόψεις, αλλά συνήθως συμφωνούν πως οι αγοραίες λύσεις δεν οδηγούν σε ‘φυσικά’ ή ‘βέλτιστα’ αποτελέσματα. Είναι συχνό φαινόμενο να απορρίπτονται τα ετερόδοξα Οικονομικά ως πολιτικό σχέδιο, φαινόμενο που συγκαλύπτει εντελώς την πολιτική φύση των κυρίαρχων Οικονομικών, και υποθέτει κίνητρα για τις ετερόδοξους οικονομολόγους τα οποία δεν μπορεί να αποδείξει ή να επιβεβαιώσει. Αυτή η υπόθεση οδηγεί τους δημοσιογράφους του Economist να συμπεραίνουν πως τα ετερόδοξα οικονομικά είναι πιο πολύ ‘νευράκια’ παρά μια πραγματική, αξιόλογη εναλλακτική στην ορθοδοξία. Παρόλα αυτά, μεγάλο μέρος της ετερόδοξης κριτικής εναντίον της ισχυρής προκατάληψης υπέρ μιας θεωρίας και μέτρων πολιτικής προσανατολισμένων στην αγορά, βασίζεται σε πολύ περισσότερα από απλά ‘νευράκια’ με το νεοφιλελευθερισμό ή τα κυρίαρχα οικονομικά. Συνοψίζεται στην αμφισβήτηση της ιδέας πως η αγορά μπορεί πάντα να οδηγήσει στο βέλτιστο αποτέλεσμα. Γιατί είναι η αγοραία λύση στα οικονομικά προβλήματα η μόνη εκδοχή και οτιδήποτε αποκλίνει από αυτή αφορά αποκλειστικά τις αποτυχίες της αγοράς; Το ερώτημα αυτό σχετίζεται με την μακροχρόνια διαφωνία για το αν τα οικονομικά είναι ή όχι αξιολογικά ουδέτερα και πώς είναι δυνατό να προωθηθεί καλύτερα η θετική έναντι της κανονιστικής ανάλυσης. Αν και οι οικονομολόγοι συχνά επιχειρούν να κρύψουν κανονιστικά συμπεράσματα υπό το μανδύα της θετικής ανάλυσης, υποκειμενικοί παράγοντες εμπλέκονται αναπόφευκτα στην ανάπτυξη των επιστημονικών ιδεών, και αυτοί είναι φορείς συγκεκριμένων θεωριών αφού ταυτοποιούνται από την οπτική ενός δόγματος. Επιπλέον, για πολλές ετερόδοξες οικονομολόγους, η συζήτηση αυτή αφορά και την αναγνώριση του πλουραλισμού. Δηλαδή, υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι να ερευνήσει κανείς ένα οικονομικό φαινόμενο, και αντικρουόμενες προσεγγίσεις, μέθοδοι και θεωρίες οδηγούν σε διαφορετικές προτάσεις μέτρων πολιτικής. Αν και τα κυρίαρχα οικονομικά και ο νεοφιλελευθερισμός δε θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως συνώνυμα (βλ. Naidu, Rodrik, Zucman, 2019), η υπόθεση πως οι οικονομικές αποφάσεις αντανακλούν την ελεύθερη επιλογή και τις ατομικές προτιμήσεις, τείνει να υποστηρίζει συντηρητικές οικονομικές πολιτικές, οι οποίες – σε συνδυασμό με μια εστίαση σε αγορές, κίνητρα και αποτυχίες αγορών – καταλήγουν να προωθούν και να στηρίζουν ένα φονταμενταλισμό της αγοράς. Σε αυτή τη διαδικασία, έχουν συστηματικά αγνοηθεί κεντρικά στοιχεία των ετερόδοξων οικονομικών, από την εξουσία και τη σύγκρουση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, μέχρι την ανισότητα και το ρόλο των θεσμών. Δεν προκαλεί, λοιπόν, έκπληξη που η ετερόδοξη κριτική του νεοφιλελευθερισμού συμπίπτει με την κριτική στα κυρίαρχα οικονομικά. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, γίνεται ξεκάθαρο όχι μόνο πως η επιλογή ενός θεωρητικού πλαισίου έναντι ενός άλλου είναι πολιτική, αλλά επίσης πως κάθε θεωρητικό πλαίσιο είναι πολιτικό, συμπεριλαμβανομένων των νεοκλασικών οικονομικών. Δεδομένου ότι η σύγκρουση των τάξεων αποτελεί κεντρικό στοιχείο μεγάλου μέρους των ετερόδοξων οικονομικών θεωριών, βρίσκει κανείς πως οι ετερόδοξοι οικονομολόγοι είναι πιο ρητά πολιτικοί, καθώς είναι πιθανότερο να αμφισβητήσουν την ηθική της διανομής εντός του συστήματος κοινωνικής αναπαραγωγής. Όμως, όπως τονίζουν οι Jo and Todorova (2015), οι περισσότερες ετερόδοξες οικονομολόγοι στην πραγματικότητα δεν είναι ενεργές πολιτικά. Μύθος 5 : Οι Ετερόδοξοι οικονομολόγοι θα κυριαρχήσουν όταν καταφέρουν να κατασκευάσουν αρκετά πειστικά μοντέλα (δλδ ‘Χρειάζεται ένα μοντέλο για να νικήσεις ένα μοντέλο’) Αυτός είναι μάλλον ο πιο γελοίος μύθος σε σχέση με τα Ετερόδοξα Οικονομικά, καθώς απομακρύνεται εντελώς από την πολιτική φύση της επιστήμης μας. Αρκετές γνωστές οικονομολόγοι του κυρίαρχου ρεύματος διαιωνίζουν αυτή την ιδέα, πως τα Ετερόδοξα Οικονομικά μένουν εκτός ορθοδοξίας γιατί απλούστατα δεν είναι αρκετά αυστηρά ή επιστημονικά (πχ σε μια συνέντευξη με τους Financial Times ο Pontus Rendahl από το Πανεπιστήμιο του Cambridge παραλληλίζει τα Ετερόδοξα Οικονομικά με τους αρνητές του Δαρβινισμού και την εναλλακτική ιατρική). Ο Angus Deaton έχει κάνει μια παρόμοια παρατήρηση, υποστηρίζοντας πως τα Οικονομικά πρέπει να ‘παραμείνουν αυστηρά’, σαν η δουλειά που γίνεται στα Ετερόδοξα Οικονομικά να αποκλείεται λόγω έλλειψης αυστηρότητας. Ο μύθος αυτός δεν είναι προβληματικός μόνο λόγω της θετικιστικής και γραμμικής αντίληψης της επιστημονικής προόδου, αλλά μας απασχολεί και το τι σημαίνει ‘πειστικό μοντέλο’. Υπάρχει ευρεία γκάμα μοντέλων συσχετισμένων με τα ετερόδοξα οικονομικά. Βλ. για παράδειγμα, τα κλασικά-Μαρξιστικά μοντέλα, όπως των Goodwin (1967), Foley (2003), Julius (2008), Tavani (2012), Zamparelli (2014) ˙ Kalecki-ανά μοντέλα, όπως των Bhaduri-Marglin (1990), Dutt (1984), Barbosa-Taylor (2006) ˙ Kaldor-ιανα, Harrod-ιανά και Μετα-Κεϋνσιανά μοντέλα, όπως των Pasinetti (1962), Setterfield (2000), Skott (2008), Skott and Soon (2015) ˙ Thirlwall μοντέλα, όπως των Vera (2006), Turner (1999), García-Molina and Ruíz-Tavera (2009); Stock-flow Consistent μοντέλα, όπως των Lavoie and Godley (2006), Zezza (2004), Dos Santos (2006), Kinsella and Khalil (2011), Caverzasi and Godin (2015), Passarella (2012) και Dafermos, Nikolaidi, and Galanis (2017) ˙ και Agent-Based μοντέλα, όπως των Epstein and Axtell (1996), Tesfatsion and Judd (2006) – για να αναφέρουμε μόνο μερικά! Επομένως, αφήνοντας στην άκρη την κριτική περί μοντέλων στα οικονομικά, προκύπτουν δύο ερωτήσεις: πρώτον, τι είδους αυστηρότητα ισχυρίζονται πως έχουν τα [κυρίαρχα] οικονομικά; Δεύτερον: γιατί δε θεωρούνται τα ετερόδοξα μοντέλα αρκετά αυστηρά; Η μάχη μεταξύ ορθόδοξου και ετερόδοξου σε καμία περίπτωση δεν είναι ξεκάθαρη. Οι κανόνες του παιχνιδιού αμφισβητούνται και δεν υπάρχει αντικειμενικό μέτρο με το οποίο να κρίνουμε την επιτυχία. Η αμφισβήτηση των κυρίαρχων μέτρων αριστείας είναι πράγματι ανάμεσα στις κύριες διεκδικήσεις πολλών ετερόδοξων οικονομολόγων. Ακολουθώντας τη σημείωση του Myrdal (1953) πως η ανάπτυξη των Οικονομικών ήταν πάντα πολιτικά φορτισμένη, είναι ξεκάθαρο πως δεν πρόκειται απλώς για ζήτημα κατασκευής ‘καλύτερων’ οικονομικών μοντέλων. Η πολιτική διαδικασία κατέχει κεντρική θέση. Όπως παρατήρησαν οι Cohen and Harcourt (2003) στη σύνοψή τους της Διαμάχης του Cambridge για τη φύση του κεφαλαίου, για παράδειγμα, ενώ το Cambridge (Μασσαχουσέτη) έχασε τη θεωρητική διαμάχη, κέρδισε την ηγεμονία (αυτό αναγνωρίστηκε ακόμα και από τη μεριά του Cambridge (Μσασαχουσέτη), βλ. πχ Samuelson 1966). Ως αποτέλεσμα, ερευνήτριες που εργάζονται εντός της παράδοσης του Cambridge (Αγγλία) τώρα αποκλείονται από το πεδίο (πχ Μετα-Κεϋνσιανές, Καλετσκιανές, Σραφιανές, Μαρξίστριες). Επιπλέον, οι επίσημες ακαδημαϊκές διαδικασίες αξιολόγησης της έρευνας (πχ το Research Excellence Framework (REF) στη Μεγάλη Βρετανία) περιθωριοποιούν μη-ορθόδοξες προσεγγίσεις, επομένως συνθέτουν πολλά από τα προβλήματα που αναφέραμε μέχρι τώρα (Lee et al. 2013, Stilwell 2016). Καθώς τα προγράμματα αξιολόγησης έρευνας ευνοούν ορθόδοξες προσεγγίσεις Οικονομικών έναντι ετερόδοξων, η διδασκαλία επιβαρύνεται κι αυτή αφού οι λέκτορες που προσλαμβάνονται σε τμήματα Οικονομικών και προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν την REF βαθμολογία τους, πιθανότατα θα προσλάβουν μόνο ορθόδοξες οικονομολόγους που έχουν πιθανότητες να δημοσιεύσουν σε κορυφαία επιστημονικά περιοδικά (παρεμπιπτόντως, οι Mearman et al. 2017 ανακάλυψαν πως η διδασκαλία έχει μεταβληθεί ελάχιστα σε ό,τι αφορά τον πλουραλισμό μετά την οικονομική κρίση, παρά τους ισχυρισμούς για το αντίθετο). Επιπλέον, ο μονισμός στο κυρίαρχο ρεύμα ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες οι ετερόδοξες θεωρίες να πέσουν στην αντίληψη φοιτητριών ή φορέων χάραξης πολιτικής, συνθέτοντας έτσι μια ακόμα πιο δυσάρεστη κατάσταση. Τέλος, αρκετές μελέτες με αντικείμενο το πεδίο των Οικονομικών δείχνουν πως πρόκειται για ένα από τα πιο ιεραρχημένα ακαδημαϊκά πεδία (D’Ippoliti, 2018) και πως τυχόν κοινωνικοί δεσμοί με τους εκδότες παίζουν ρόλο στο αν θα εκδοθεί μια μελέτη, υπονοώντας πως η επιτυχία ακόμα και εντός του κυρίαρχου ρεύματος δε βασίζεται μόνο στην εσωτερική τους κλίμακα αυστηρότητας. Μύθος 6: Τα Ετερόδοξα Οικονομικά δεν είναι πραγματικά Οικονομικά Αν τα Ετερόδοξα Οικονομικά εγκαταλείπουν τις νεοκλασικές υποθέσεις και την τυπική μοντελοποίηση, γιατί να τα λέμε Οικονομικά; Δεν θα μπορούσαν να αποτελούν κομμάτι της κοινωνιολογίας; Αυτό ήταν το επιχείρημα του Economist. Αυτή η οπτική των Οικονομικών είναι α-ιστορική, καθώς δεν αναγνωρίζει πως αυτό που είναι τα ετερόδοξα οικονομικά σήμερα αποτελούσε μέρος των Οικονομικών στο παρελθόν. Όταν οι Smith, Ricardo, Marx και Keynes παρήγαγαν τις θεωρίες τους για τα οικονομικά, αναγνωρίζονταν ως άνθρωποι του κλάδου.. Έκαναν κριτική ο ένας στις θέσεις, τις υποθέσεις και τις θεωρίες του άλλου αλλά δεν απέρριπταν ο ένας τον άλλον ως μη οικονομολόγο. Οι ιδέες τους όμως έχουν αποκλειστεί μέσω μιας πολιτικής διαδικασίας. Ειρωνικά, ο περιορισμός του πεδίου των ορθόδοξων οικονομικών και ο εξορισμός των ετερόδοξων οικονομολόγων σε άλλα τμήματα συνοδεύτηκε από μια πίεση για αυξημένη διεπιστημονικότητα. Αυτό οδήγησε στην περίεργη κατάσταση όπου οι οικονομολόγοι ψάχνουν συνεργάτιδες στα τμήματα κοινωνιολογίας ή πολιτικής επιστήμης, διατηρώντας ταυτόχρονα αυστηρούς ορισμούς για το ποια μπορεί να θεωρηθεί οικονομολόγος. Συχνά, οικονομολόγοι συνεργάζονται με άλλους κοινωνικούς επιστήμονες που δουλεύουν στο πλαίσιο παρόμοιων παραδόσεων (πχ θεωρητικούς της ορθολογικής επιλογής στην πολιτική επιστήμη ή την κοινωνιολογία), κάτι που οδηγεί σε μια πολύ περιορισμένη μορφή διεπιστημονικότητας. Ακόμα, η προσθήκη πολιτικού πλαισίου ή ιστορίας στην κυρίαρχη οικονομική ανάλυση δεν την καθιστά ετερόδοξη. Αντί να προσθέτουμε διεπιστημονικότητα στα κοινωνικά φαινόμενα, πιστεύουμε πως είναι η ίδια η φύση των κοινωνικών φαινομένων που βαρύνει στις επιστημονικές ή διεπιστημονικές μεθόδους και προσεγγίσεις που απαιτούνται για την ανάλυσή τους. Μύθος 7: Ο όρος 'Ετερόδοξα' είναι πολύ επιθετικός. Μήπως καλύτερα να ζητάμε Πλουραλισμό; Ο πλουραλισμός και τα ετερόδοξα οικονομικά δεν είναι συνώνυμα. Ο πλουραλισμός είναι μια μεθοδολογική θέση που υποστηρίζει πως ανταγωνιστικές θεωρίες θα πρέπει να διδάσκονται παράλληλα, είτε είναι ορθόδοξες είτε ετερόδοξες. Ο πλουραλισμός δεν αντιτίθεται ευθέως στο κυρίαρχο ρεύμα, αλλά προσπαθεί να διευρύνει το πεδίο των Οικονομικών. Ο Πλουραλισμός είναι μια ‘επί της αρχής’ θέση, βασισμένη σε οντολογικές, επιστημολογικές και ηθικές προτάσεις (όπως συζητιέται από τους Mariyani-Squire and Moussa 2013), ενώ τα ετερόδοξα οικονομικά είναι ένας εναλλακτικός τρόπος προσέγγισης οικονομικών ζητημάτων που τοποθετείται ως εναλλακτική στο κυρίαρχο ρεύμα. Οι ετερόδοξες οικονομολόγοι μπορεί φυσικά να είναι πλουραλίστριες ως ζήτημα αρχής, καθώς η δημιουργία χώρου για τα ετερόδοξα οικονομικά μπορεί στην πράξη να συμβάλλει στον πλουραλισμό. Παρόλα αυτά, το να μαχόμαστε υπέρ του πλουραλισμού μπορεί να μην είναι στρατηγικό αν ο στόχος μας είναι μια αλλαγή του προτύπου στα Οικονομικά (όπως σημείωσε η Danielle Guizzo πριν μερικούς μήνες στο Twitter). Η Δυσκολία Ορισμού Το να ορίσει κανείς ένα ολόκληρο πεδίο, όπως τα Ετερόδοξα Οικονομικά, δεν είναι εύκολο, ειδικά στην κοινωνική σφαίρα (βλ. και Lawson 2015). Όπως συμβαίνει και με άλλα πεδία των κοινωνικών επιστημών, υπάρχουν διαφωνίες για τον ακριβή τρόπο ορισμού, και το τι είδους ακαδημαϊκή έρευνα θα πρέπει να περιληφθεί σε αυτό. Ο ορισμός των ετερόδοξων οικονομικών πρέπει να είναι ταυτόχρονα πρακτικά σχετικός και ιστορικά θεμελιωμένος. Πρακτικά, πρόκειται σε ευρύ πλαίσιο για την επιδίωξη να καταστούν τα οικονομικά μια επίκαιρη και συμπεριληπτική επιστήμη. Σχετικά με αυτό, δεν αρνούμαστε τα ζητήματα που αναφέρει ο Mearman (2012) σχετικά με την ανάγκη και τα κίνητρα για κατηγοριοποίηση, και τα αποτελέσματά της. Δηλαδή, οι ορισμοί των ετερόδοξων οικονομικών συνήθως οδηγούν σε ‘αδικαιολόγητο δυϊσμό’ όπου οι ερευνητές δημιουργούν αδικαιολόγητα αυστηρές και παγιωμένες διακρίσεις ανάμεσα στις κατηγορίες. Ενώ μπορεί να είναι χρήσιμο δεδομένης της περιπλοκότητας του αντικειμένου που προσπαθούμε να ορίσουμε, μας οδηγεί να υποβαθμίσουμε την περιπλοκότητά του για χάρη ενός απλού και ξεκάθαρου ορισμού (βλ. επίσης Dow 1990). Ιστορικά, η ιδέα έχει συζητηθεί, θεωρητικοποιηθεί και εφαρμοστεί από μια ευρεία και πολύμορφη ομάδα, ξεκινώντας με τον Ayers (1936), και από τότε έχουν συμβάλλει οικονομικοί μεθοδολόγοι (πχ Hans 2011), ιστορικοί της οικονομικής σκέψης (πχ Wrenn 2011), μακροοικονομολόγοι (πχ Michell 2016), μικροοικονομολόγοι (Lee 2017), και φιλόσοφοι (Lawson 2006). Είναι σημαντικό να το κατανοήσουμε αυτό, καθώς ενώ κάποιοι μπορεί να θεωρήσουν ‘ασαφή’ τον ορισμό του όρου, η πηγή ασάφειας έχει να κάνει λιγότερο με την καθαρότητα και τη συνοχή ενός οποιουδήποτε ορισμού, και περισσότερο με τις πολλαπλές οπτικές γωνίες από τις οποίες έχει θεωρητικοποιηθεί ο όρος. Με τον ορισμό που δώσαμε παραπάνω, στοχεύουμε στην ταυτοποίηση των ευρύτερων επιπέδων αρχών που διαπερνούν τις διάφορες συζητήσεις για το τι είναι τα ετερόδοξα οικονομικά. Πιστεύουμε πως είναι σημαντικό να έχουμε έναν θετικό ορισμό των ετερόδοξων οικονομικών που θα διακρίνει το πεδίο από τις άλλες κοινωνικές επιστήμες, αλλά και από το κυρίαρχο ρεύμα του πεδίου. Οι ετερόδοξες οικονομολόγοι δεν είναι κοινωνιολόγοι ή πολιτικοί επιστήμονες, αν και βρισκόμαστε εκτός του κυρίαρχου ρεύματος των Οικονομικών και κάποιες ετερόδοξες οικονομολόγοι μπορεί να εργάζονται σε τέτοια τμήματα. Αυτό μας φέρνει στο τελευταίο μας θέμα… Γιατί Πρέπει να Αποκαλούμαστε Ετερόδοξες ‘Μα είμαστε όλοι οικονομολόγοι!’ υποστηρίζουν κάποιοι ετερόδοξοι οικονομολόγοι. Γιατί να δείξουμε πως με κάποιο τρόπο διαφέρουμε από εκείνους; Δεν είμαστε όμως σίγουροι πως η στρατηγική ‘είμαστε μια μεγάλη οικογένεια οικονομολόγων’ είναι βοηθητική – ειδικά δεδομένου ότι η πλειονότητα της ‘οικογένειάς μας’ μάς αποκλείει από τους κυρίαρχους χώρους. Ένας τέτοιος ισχυρισμός υποθέτει εμμέσως ότι δεν υπάρχουν συμπαγή θεσμικά εμπόδια που επηρεάζουν αρνητικά τις ευκαιρίες των ετερόδοξων οικονομολόγων για εργασία και χρηματοδότηση, αλλά και τις πιθανότητες να επηρεάσουν τη διαδικασία λήψης μέτρων πολιτικής. Ο υποτιμητικός και απορριπτικός τόνος προς τις ετερόδοξες ερευνήτριες υπάρχει, και το ερώτημα που προκύπτει είναι τι θα κάνουμε γι’ αυτό. Το να αποφύγουμε να αναγνωρίσουμε τόσο τις θεμελιώδεις διαφορές όσο και τον αποκλεισμό συνιστά το να κλείσουμε την πόρτα στην πρόοδο της επιστήμης και στους νεαρούς ερευνητές, που αναγκάζονται να προσαρμοστούν και να εργαστούν σε τμήματα πέραν των οικονομικών, συμβάλλοντας στο μονολιθικό χαρακτήρα της επιστήμης. Σε μια συζήτηση στο Twitter πέρυσι, προέκυψαν πολλά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της χρήσης του όρου ετερόδοξο. Πιστεύουμε πως μέχρι τώρα, τα θετικά υπερέχουν των αρνητικών. Όπως το θέτει σαφώς ο Stillwell (2016): ‘Οι κατηγοριοποιήσεις έχουν σημασία […]. Κατασκευάζουν συμβολισμούς και σηματοδοτούν στρατηγικές επιλογές’. Για μας η κατηγοριοποίηση σηματοδοτεί μια στρατηγική επιλογή: Προσπαθούμε να ενσωματωθούμε και να προσποιηθούμε πως όλα είναι εντάξει ή μιλάμε για την περιθωριοποίηση που λαμβάνει χώρα στο πεδίο μας; Όταν αυτοπροσδιοριζόμαστε ως ετερόδοξες δείχνουμε στον κόσμο πως υπάρχουν εναλλακτικές αναλύσεις των οικονομικών σχέσεων – αν μη τι άλλο ενισχύει την ιδέα πως υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι να κάνει κανείς οικονομικά, ιδέα που βρίσκεται στο επίκεντρο του επιχειρήματος υπέρ του πλουραλισμού (μια μεγάλη χαρούμενη οικογένεια εν τέλει!). Πιο σημαντικα, βοηθά να γίνει γνωστό το γεγονός ότι αυτές οι οπτικές αποκλείονται ενεργά από το κυρίαρχο ρεύμα τις τελευταίες τέσσερεις και πλέον δεκαετίες. Αν αποδεχτούμε τον όρο ετερόδοξα οικονομικά σημαίνει πως αποδεχόμαστε την περιθωριακή μας θέση στην επιστήμη; Όχι. Αντίθετα, χρησιμοποιούμε τον όρο ώστε να μπορέσουμε να αμφισβητήσουμε αυτή την περιθωριοποίηση. Αν οι άνθρωποι βρίσκουν ασαφή την ετερόδοξη κατηγοριοποίηση, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να διευκρινίζουμε από πού προερχόμαστε. Αυτό είναι καίριο αν θέλουμε να αλλάξουμε την τρέχουσα κατάσταση του επαγγέλματός μας. Αν η κατηγοριοποίηση είναι προβληματική, ίσως έχει έρθει η ώρα να την απομυθοποιήσουμε και να την αποσαφηνίσουμε. Κατανοούμε πως οι συνάδελφοί μας φοβούνται για την καριέρα τους, ή έχουν άλλους στρατηγικούς λόγους, και δεν εκφράζονται, καθώς αυτό είναι αποτέλεσμα της φύσης του πεδίου μας. Κι όμως, ενθαρρύνουμε κι άλλες συμμάχους να διαμαρτυρηθούν και να πουν είμαστε ετερόδοξες – για να δείξουν την ισχύ και την ευρύτητα των ετερόδοξων οικονομικών. Όσο περισσότεροι ερευνητές ταυτίζονται με τον όρο, τόσο μεγαλύτερη αναγνώριση και κύρος θα λάβει η ετερόδοξη έρευνα. Αν συνεργαστούμε μπορούμε να δείξουμε στον κόσμο τι χάνουν τα Οικονομικά. Come join us outside of the heterodox closet 🙂 Πηγές
Ayres, Clarence Edwin. 1936. ‘Fifty Years’ Development in Ideas of Human Nature and Motivation,’ American Economic Review 26(1): 224-236. Barbosa-Filho, Nelson and Taylor, Lance. 2006. ‘Distributive and Demand Cycles in the US Economy – A Structuralist Goodwin Model’, Metroeconomica, 57 (3): 389-411 Bhaduri, Amit and Stephen A. Marglin. 1990. ‘Unemployment and the real wage: the economic basis for contesting political ideologies’. Cambridge Journal of Economics, 14(4): 375-93. Caverzasi, Eugenio and Godin, Antonie. 2015. ‘Financialisation and the sub-prime crisis: a stock-flow consistent model’, European Journal of Economics and Economic Policies: Intervention, 12 (1): 73-92. Cartwright, Nancy. 1999. The Vanity of Rigour in Economics: Theoretical Models and Galilean Experiments. Cedrini, Mario and Magda Fontana. 2018. ‘Just another niche in the wall? How specialization is changing the face of mainstream economics,’ Cambridge Journal of Economics 42(2): 427–451. Colander, David. 2009. Moving Beyond the Rhetoric of Pluralism: Suggestions for an ‘Inside the Mainstream’ Heterodoxy, in R. Garnett, E.K. Olsen and M. Starr (eds.), Economic Pluralism. London and New York: Routledge. Colander, David., Richard Holt and Barkley Rosser. 2010. ‘The changing face of mainstream economics,’ Review of Political Economy 16(4): 485-499. Coyle, Diane. 2007. The Soulful Science: What Economists Really Do and Why it Matters. Princeton NJ: Princeton University Press. Coyle, Diane. 2013. ‘The State of Economics and Education of Economists,’ World Economics Association Curriculum Conference, The Economics Curriculum – A Radical Reformulation. Dafermos, Yannis & Nikolaidi, Maria & Galanis, Giorgos. 2017. ’A stock-flow-fund ecological macroeconomic model’, Ecological Economics, 131(C): 191-207. Dequech, David. 2018. ‘Applying the Concept of Mainstream Economics outside the United States: General Remarks and the Case of Brazil as an Example of the Institutionalization of Pluralism,’ Journal of Economic Issues 52(4): 904-924. D’Ippoliti, C. 2018. “‘Many-Citedness’: Citations Measure More Than Just Scientific Impact”. Working Paper, No. 57. Dos Santos, Claudio 2006. ‘Keynesian theorising during hard times: stock-flow consistent models as an unexplored ‘frontier’ of Keynesian macroeconomics’, Cambridge Journal of Economics, 30 (4): pp. 541-565. Dow, Sheila. 1990. Beyond Dualism. Cambridge Journal of Economics, 14(2): 143–157. Dow, Sheila. 1997. ‘Mainstream economic methodology,’ Cambridge Journal of Economics 21(1): 73–93. Dow, Sheila. 2008. ‘Pluralism and Heterodoxy: Introduction to the Special Issue,’ The Journal of Philosophical Economics I:2, 73-96. Dutt, Amitava Krishna. 1984. ‘Stagnation, income distribution and monopoly power’, Cambridge Journal of Economics, 8 (1), pp. 25–40. Epstein, Joshua M and Axtell, Robert L. 1996. Growing Artificial Societies: Social Science From the Bottom Up. MIT/Brookings Institution. Foley, Duncan K. 2003. Unholy Trinity: Labor, Capital and Land in the New Economy. London: Routledge. García-Molina, Mario and Ruíz-Tavera, Jeanne Kelly. 2009. ‘Thirlwall’s Law and the two-gap model: toward an unified ‘dynamic gap’ model’, Journal of Post Keynesian Economics, 32 (2): 269-290. Goodwin, Richard, 1967. ‘A growth cycle’, in: Carl Feinstein, editor, Socialism, capitalism, and economic growth: essays presented to Maurice Dobb. Cambridge, UK: Cambridge University Press. Hands, D. W. 2011. Orthodox and Heterodox Economics in Recent Economic Methodology. Available at SSRN. Higgins, W. and G. Dow. 2013. Politics Against Pessimism. Berne: Peter Lang. Jo, Ta-Hee and Zdravka Todorova. 2015. ‘Introduction: Frederic S. Lee’s contributions to heterodox economics,’ in Jo, Ta-Hee and Zdravka Todorova (eds). Advancing the Frontiers of Heterodox Economics Essays in Honor of Frederic S. Lee. Julius, A. J. 2009. The wage-wage-…-wage-profit relation in a multisector bargaining economy, Metroeconomica, 60: 3, 2009 King, J.E. 2013., A Case for Pluralism in Economics, Economics and Labour Relations Review 24, pp. 17-31. Lavoie, Marc. 2009. Introduction to post-Keynesian Economics. Palgrave Macmillan: London. Lavoie, Marc. 2014. Post-Keynesian Economics – New Foundations. Lavoie, Marc and Godley, Wynne (2006) ‘Features of a realistic banking system within a post-Keynesian stock-flow consistent model, in Mark Setterfield (ed.), Complexity, Endogenous Money and Macroeconomic Theory: Essays in Honour of Basil J. Moore, Edward Elgar: Cheltenham, pp. 251-268. Lawson, Tony 2015. ‘A Conception of Social Ontology’, in Stephen Pratten (ed.) Social Ontology and Modern Economics, London and New York: Routledge. Lawson, Tony. 2006. ‘The nature of heterodox economics,’ Cambridge Journal of Economics 30(4): 483-505. Lawson, Tony 2013. What is this ‘school’ called neoclassical economics?, Cambridge Journal of Economics, 37 (5): 947–983. Lee, Fred. 2009. A History of Heterodox Economics: Challenging the mainstream in the twentieth century. Lee, Fred. 2017. Microeconomic Theory: A Heterodox Approach. Routledge: London. Lee, Fred and Marc Lavoie (eds). 2012. In Defense of Post-Keynesian and Heterodox Economics: Responses to their Critics. Routledge. Lee, Fred, Xuan Pham and Gyun Gu. 2013. ‘The UK Research Assessment Exercise and the narrowing of UK economics,’ Cambridge Journal of Economics 37(4): 693–717. Kinsella, Stephen and Khalil, Saed. 2011. ‘Debt-Deflation in a Stock Flow Consistent Macromodel’, in Dimitri B. Papadimitriou, Gennaro Zezza (eds.), Contributions in Stock-Flow Consistent Modeling: Essays in Honor of Wynne Godley, Palgrave MacMillan. Mariyani-Squire, E and M. Moussa. 2014. ‘Fallibilism, Liberalism and Stilwell’s Advocacy for Pluralism in Economics,’ The Journal of Australian Political Economy (75): 194-210. Mason, J.W. 2018. ‘A Demystifying Decade for Economics,’ Jacobin, November 2018. Mearman, Andrew. 2011. Pluralism, Heterodoxy and the Rhetoric of Distinction. Review of Radical Political Economics, 43(4): 552–561. Mearman, Andrew, Danielle Guizzo and Sebastian Berger. 2017. ‘Is UK economics teaching changing? Evaluating the new subject benchmark statement,’ Review of Social Economy 76(3): 377-396. Michell, Jo. 2016. On ‘Heterodox Economics’. Critical Finance August 9th 2016. Pasinetti, Luigi, L. 1962. ‘Rate of Profit and Income Distribution in Relation to the Rate of Economic Growth’, Review of Economic Studies 29 (4): 267-279 Passarella, Marco. 2012. ‘A simplified stock-flow consistent dynamic model of the systemic financial fragility in the ‘New Capitalism’, Journal of Economic Behavior & Organization, 83 (3): 570-582. Tesfatsion, Leigh and Judd, Kenneth L. (eds.). 2006. Handbook of Computational Economics, Volume II: Agent-Based Computational Economics. Elsevier/North-Holland: Amsterdam. Thornton, Tim. 2015. ‘The changing face of mainstream economics?’ Journal of Australian Political Economy 75 (11)-26. Turner, Paul. 1999. ‘The Balance of Payments Constraint and the Post 1973 Slowdown of Economic Growth in the G7 Economies’, International Review of Applied Economics, 13 (1): 41-53. Setterfield, Mark. 2000. ‘Expectations, Endogenous Money, and the Business Cycle: An Exercise in Open Systems Modeling’, Journal of Post Keynesian Economics, 23(1): 77-105. Skidelsky, Robert. 2018. How Economics Survived the Economic Crisis. Project Syndicate. Jan, 2018. Skott, Peter. 2008. ‘Growth, instability and cycles: Harrodian and Kaleckian models of accumulation and income distribution’, UMASS Amherst Economics Working Papers 2008-12, University of Massachusetts Amherst, Department of Economics. Skott, Peter and Ryoo, Soon, 2015. ‘Functional finance and intergenerational distribution in a Keynesian OLG model’, UMASS Amherst Economics Working Papers 2015-13, University of Massachusetts Amherst, Department of Economic. Steinbaum, Marshall. 2019. ‘Economics After Neoliberalism,’ The Boston Review February 28, 2019. Stilwell, Frank. 2016. ‘Heterodox economics or political economy?’ World Economics Association Newsletter 6(1): 2-6. (longer version published in Studies in Political Economy, 2012). Tavani, Daniele. (2012). ‘Wage Bargaining and Induced Technical Change in a Linear Economy: Model and Application to the US (1963-2003)’. Structural Change and Economic Dynamics. 23 (2): 117-126 Vera, Leonardo A. (2006) ‘The Balance of Payments Constrained Growth Model : A North-South Approach’, Journal of Post Keynesian Economics, 29 (1): 67-92. Vernengo, Matías . 2011. ‘The meaning of heterodox economics, and why it matters,’ Naked Keynesianism May 18th 2011. Vernengo, Matías. 2014. ‘Conversation or monologue? on advising heterodox economists,’ Journal of Post-Keynesian Economics 32(3): 389-396. Wrenn, M. 2007. What is Heterodox Economics? Conversations with Historians of Economic Thought. Forum for Social Economics, 36(2): 97–108. Zamparelli, Luca. 2014. ‘Induced Innovation, Endogenous Technical Change, and Income Distribution in a Labor Constrained Model of Classical Growth’, Metroeconomica, 66(2): 243-262. Zezza, Gennaro (2004) ‘Some Simple, Consistent Models of the Monetary Circuit’, Levy Economics Institute Working paper no 405.
0 Comments
Your comment will be posted after it is approved.
Leave a Reply. |
Ένα από τα παράπονα των φοιτητριών οικονομικών σχολών είναι η έλλειψη υλικού στα Ελληνικά. Έτσι, αποφασίσαμε να μεταφράζουμε κατά καιρούς κείμενα που μας φαίνονται ενδιαφέρονται ή χρήσιμα. Archives
May 2021
Categories |